Παρακολούθησα με προσοχή την προεκλογική εκστρατεία του Ζοράν Μαμντάνι, του σχεδόν συνομηλίκου μου, που μόλις εξελέγη δήμαρχος Νέας Υόρκης. Τα βίντεό του ήταν αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε χαρισματικός λαϊκισμός (τρέμω στην ιδέα πως κάποιοι ατάλαντοι θα τον μιμηθούν και θα νιώσουμε τις ανατριχίλες και το κριντς σε όλο μας το σώμα). Χόρεψε με ηλικιωμένες σ’ ένα κέντρο απασχόλησης συνταξιούχων. Μίλησε κάμποσες φορές άψογα ισπανικά απευθυνόμενος σε καθαρίστριες, οδοκαθαριστές, εργάτες του σούπερ μάρκετ. Χαιρέτησε ταξιτζήδες Ασιατικής καταγωγής. Έφαγε σε πακιστανικά εστιατόρια.
Έσπασε επιτέλους εκείνη την απολύτως εξουθενωτική μανία με το ρηχό, προσωπικό storytelling (αφήγηση ιστοριών οριακής αυτομυθοπλασίας) που είχε το Δημοκρατικό Κόμμα εκφράζοντας ξεκάθαρα μία σειρά από θέσεις: «πάγωμα» ενοικίων, φορολογική δικαιοσύνη, δωρεάν μεταφορές, φθηνά τρόφιμα.
Στις κρίσιμες ομιλίες του πήγε με τα πόδια ή το λεωφορείο. Σε αντίθεση με πολλούς Έλληνες πολιτικούς που το έχουν κάνει κατά καιρούς (υπήρξαν και πρόσφατα αμήχανα παραδείγματα με τον ηλεκτρικό και τα τρένα), δεν μας έκανε να νιώσουμε άβολα και λυπητερά. Ο Μαμντάνι φαίνεται να παίρνει όντως το λεωφορείο. Χάιδεψε σκυλιά, βρέθηκε σε θρυλικά τοπόσημα της κουήρ κοινότητας, ως και ραπ τραγούδησε. Είπε αυτό που λέμε όλοι μεταξύ μας: οι νέοι άνθρωποι, παρόλο που δουλεύουν σκληρά, εκτοπίζονται από τις μητροπόλεις. Δεν είναι τυχαίο που ήδη στο Βερολίνο, το Λονδίνο, τη Ρώμη, τη Βαρκελώνη ξεπηδούν παρόμοιες πολιτικές κινήσεις.
Η εκστρατεία του επανέφερε το ερώτημα τι είναι πόλη; Τι κάνει μια πόλη συναρπαστική; Πώς θα ήταν μια πόλη χωρίς καλλιτέχνες; Χωρίς νεολαία; Χωρίς ενέργεια και ενθουσιασμό; Δυστυχώς, οι Έλληνες ξέρουν την απάντηση σ’ αυτήν την ερώτηση, γιατί έτσι είναι πολλές ελληνικές πόλεις λόγω του δημογραφικού και της διαρκούς διαρροής εγκεφάλων. Όμως, και αλλού τα πράγματα δεν πάνε καλά, καθώς το σύστημα δημιουργεί νικητές και ηττημένους.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους Saez, Zucman (Ο θρίαμβος της Αδικίας, εκδόσεις Πόλις), οι δισεκατομμυριούχοι των ΗΠΑ το 1970 κατέβαλαν περίπου το 50% του εισοδήματός τους σε φόρους. Τώρα καταβάλουν το 23%, ενώ στις ευρωπαϊκές χώρες οι φόροι είναι συνήθως φόροι προστιθέμενης αξίας, δηλαδή επιβαρύνουν την κατανάλωση. Έτσι οι «κανονικοί» άνθρωποι εμποδίζονται να αποταμιεύουν ή να επενδύουν κάποιο μέρος του εισοδήματός τους. Όπως τα λόγια των Τραμπ και Βανς έπεισαν τους απογοητευμένους ή ηττημένους, αυτούς που ένιωσαν πως η παγκοσμιοποίηση δεν ωφελεί «ανθρώπους σαν κι εμάς», αλλά τη διεθνή ελίτ του χρηματοπιστωτικού συστήματος, έτσι και τα λόγια του Μαμντάνι μίλησαν στους ηττημένους της ζούγκλας των ενοικίων.
Και, όπως στις ομιλίες του Βανς ήταν αυτονόητο πως θα έπαιρνε τον λόγο κάποιο εθισμένο άτομο, ενώ στο κοινό θα έβλεπες ανθρώπους με βαριά προβλήματα υγείας, χιλμπίληδες και άλλους «ριγμένους», έτσι και στην εκστρατεία Μαμντάνι υπήρχε κάτι σαν αποδοχή. «Είμαι από εσάς και για εσάς» φώναζε. Πριν από λίγες μέρες, ως μουσουλμάνος, είχε ευχηθεί χρόνια πολλά στην Εβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης, εκπέμποντας ένα ξεκούραστο επιτέλους, χαμογελαστό μήνυμα συνύπαρξης. Τι θα ήταν οι μεγάλες μητροπόλεις χωρίς τις διάφορες κοινότητές τους; Χωριά θα ήταν.
Επιτέλους, δεν θεωρείται «χαμηλό» να μιλήσει κανείς για την τιμή του μπέργκερ ή να τιμήσει την εργασία στον πάγκο με τις τηγανιτές πατάτες-όπως έκανε, με το γνωστό υποκριτικό του ταλέντο, ο Τραμπ ή Κορτέζ (AOC), η οποία στο παρελθόν είχε εργαστεί μπαρτέντερ. Το μήνυμα Μαμντάνι δεν ήταν απολογητικό. Ούτε βρωμούσε-όπως εκείνο της Χάρις και του Μπάιντεν-υπολογισμό, σταθμίσεις, ατέλειωτες εργατοώρες με ατάλαντα «επικοινωνιακά» «επιτελεία». Ο Μαμντάνι δεν παρουσίασε μία νερουλιασμένη εκδοχή των απόψεων του.
Ο φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ είχε δηλώσει προ πολλού σε συνέντευξή του πως η Αριστερά χρειάζεται χαρισματικούς/-ές ηγέτες/ηγέτιδες, για να μπορέσει να ξανακερδίσει οπουδήποτε τις εκλογές. Απ’ ό,τι φαίνεται, Αριστερά και Δεξιά πρέπει να βρουν τρόπους να απευθυνθούν σε όσους δεν έχουν και πολλά πέρα από την εργασία τους, τον χρόνο και την ψήφο τους. Πρέπει να βρουν τις λέξεις που θα μιλήσουν στις ψυχές τους, να αποστασιοποιηθούν από το ακαδημαϊκό λεκτικό, την διαρκή παρουσία «επικοινωνιολόγου», τον αφ’ υψηλού τόνο, το ύφος θιγμένου εστέτ, τον κεκτημένο ελιτισμό που, τάχα, επιβεβαιώνεται μόλις συντρίβεται κανείς στην κάλπη.
Θα επικαλεστώ πάλι τον Ζίζεκ: ο Τραμπ κάνει πράγματα που ονειρευόταν να κάνει η Αριστερά. Ανατρεπτικό φέρσιμο, απλός λόγος, υπόσχεση να φροντίσει τους «χαμένους», τα « λευκά σκουπίδια», απαλλαγή από τον γλωσσοδέτη της πολιτικής ορθότητας, κράξιμο των ελίτ, χιούμορ.
Ο Μαμντάνι θριάμβευσε μιλώντας με χαμόγελο για τη δύσκολη καθημερινότητα των ανθρώπων που προσπαθούν. Έταξε περισσότερη δικαιοσύνη. Ίσως γίνει επιτέλους φανερό στο πολιτικό σύστημα και της δικής μας γειτονιάς ότι κανείς δεν συγκινείται όταν του απευθύνονται υπερσκηνοθετημένα και του μιλούν σαν να τον μαλώνουν για το πρόβλημά του, την καταγωγή ή ακόμη και την αισθητική του.

