Φέτος δεν έκανα καμία λίστα πριν μπω στο αεροπλάνο για τη Θεσσαλονίκη. Δεν σημείωσα τίποτα. Δεν έκανα «έξυπνες» επιλογές για να αποδείξω ότι ξέρω τις «σωστές» ταινίες. Δεν έψαξα τα βραβευμένα, ούτε τα «απαραιτήτως», για να σταθώ με αυτοπεποίθηση στο τραπέζι του μπαρ αναλύοντας το κινηματογραφικό μου γούστο. Φέτος πήγα απλώς στις αίθουσες.
Το 66ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου απλώνεται ξανά στο λιμάνι, στις Αποθήκες που μυρίζουν θαλασσινή υγρασία και χρειάζονται κλιματισμό, επειδή πλέον ούτε στα βόρεια κάνει κρύο τον Νοέμβριο.
Εδώ, η πόλη δεν είναι σκηνικό αλλά σώμα. Οχι το βαρύτιμο σώμα της Βενετίας, των Καννών, της Νέας Υόρκης με σαμπάνιες και «καλλιτεχνικά» outfits, αλλά το σώμα της Θεσσαλονίκης: λίγο κουρασμένο, λίγο βαρύθυμο, πολύ δικό μας.
Εβλεπα ταινίες «back to back», όχι για να γεμίσω το μυαλό μου με αναφορές, αλλά για να το αδειάσω λίγο απ’ τον θόρυβο της ζωής που κουβαλάω. Δεν ήθελα να μπορώ να πω «το τάδε μού άρεσε αλλά θύμιζε “Million Dollar Baby”» ούτε «λατρεύω την Ιζαμπέλ Ιπέρ!»· ήθελα να μην πω τίποτα. Να βγω και να περπατήσω στην παραλία με το βλέμμα ακόμη θολό απ’ το φως της οθόνης, και την άλλη μέρα να πάρω το λεωφορείο με τους πρωινούς επιβάτες –Σαλονικιοί μαζί με νέους Βαλκάνιους κατοίκους και Κινέζους τουρίστες– για να αγοράσω μπουγάτσα με κρέμα από την Αγίου Δημητρίου και να την τρώω κατηφορίζοντας προς το Ολύμπιον.
Και ήταν το βράδυ του Σαββάτου, όταν πάνω από 40.000 θεατές γέμισαν το Καυταντζόγλειο για να ακούσουν τον ΛΕΞ, και ο Καναδός σκηνοθέτης του οποίου παρακολουθούσαμε την ξεκαρδιστική low budjet κωμωδία… ντριμπλάρισε τον επαγγελματικό του ρόλο για να πάει στη συναυλία.
Επέστρεψε πασίχαρος για να ακούσει τις ερωτήσεις του κοινού. Υπάρχει μια μορφή κουλτούρας που δεν είναι κουλτούρα. Είναι η επιδεικτική εξοικείωση με τη λεγόμενη «καλλιέργεια». Το να δηλώνεις, π.χ., ότι έχεις κουραστεί από το ιταλικό σινεμά του ’50 ή ότι ξέρεις τι έλεγε ο Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ στη Σορβόννη για την εμπορευματοποίηση της γνώσης, δεν είναι απόδειξη σκέψης. Είναι κοινωνικό σήμα. Φέτος δεν ήθελα να στείλω κανένα σήμα.
Ηθελα να δω ταινίες που δεν θα ξαναβρώ, να ζήσω στιγμές που δεν θα μπορώ να εξηγήσω. Και κάπως έτσι, ένιωσα πιο κοντά στον εαυτό μου απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε συζήτηση για τις σύγχρονες τάσεις στο σινεμά. Φέτος, προτεραιότητα είχε η πηγαία περιέργεια.

