Μη ρωτάτε πώς, μη ρωτάτε γιατί, αλλά είδα ξανά τις προάλλες το «Ε.Τ. ο Εξωγήινος» (1982) του Σπίλμπεργκ. Θέλαμε να δείξουμε στον μικρό μια σκηνή της ταινίας και μας παρέσυρε με την τρυφερότητα και το χιούμορ της. Κάπως έτσι συνειδητοποίησα ότι γίνομαι σιγά σιγά η μαμά μου, με την οποία όταν βλέπαμε μια ταινία μαζί, την άκουγα να μονολογεί: «Ωραίες κουρτίνες είναι αυτές» ή «να, τέτοιο ριχτάρι σου έλεγα να πάρουμε».
Οχι, δεν σχολίασα τα τραπεζομάντιλα (αν και δεν άφησα απαρατήρητες τις walk-in closets). Στη σκηνή όμως που ο μικρός Ελιοτ βάζει το θερμόμετρο στη λάμπα για να χάσει σχολείο και η μαμά του του φέρνει ένα πάπλωμα, του συστήνει να μη δει τηλεόραση και… πάει στη δουλειά της, δεν άντεξα. «Αφησε το παιδί άρρωστο στο σπίτι και πήγε στη δουλειά της;» είπα λες και έκανα ζωντανή μεταγλώττιση της ταινίας. Ενιωσα σύσσωμα τα Viber group των μαμάδων στο κινητό μου να δονούνται. «Ποιος σήμερα θα το έκανε αυτό;» αναρωτήθηκα κρυφοκοιτώντας τον δικό μου γιο που, κοντά στα 5, ακόμη δεν μπορεί να βάλει τις κάλτσες του.
Η μητέρα δεν πρωταγωνιστεί στη ζωή των παιδιών της, αλλά παραμένει ο υποστηρικτικός β΄ ρόλος που τους επιτρέπει να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να λάμψουν.
Το μεγάλο σοκ, όμως, ήρθε λίγο αργότερα, όταν η μαμά χρειάστηκε πάλι να φύγει εκτάκτως από το σπίτι αφήνοντας τη μικρή της κόρη, Γκέρτι, 6 ετών, μόνη της. «Θα είσαι καλό κορίτσι; Επιστρέφω σε λίγο». Ξαφνικά η μαμά μού φαινόταν περισσότερο εξωγήινη από τον Ε.Τ. Η Καλιφόρνια των ’80s όπου διαδραματίζεται η ταινία είναι κυριολεκτικά άλλος πλανήτης σε σύγκριση με την Αθήνα του σήμερα. Υπήρχε και σχετικός όρος για τα παιδιά που επέστρεφαν από το σχολείο σε ένα άδειο σπίτι, αφού οι γονείς εργάζονταν: latchkey kids, τα παιδιά με τα κλειδιά της εξώπορτας. Ο όρος έγινε πολύ δημοφιλής τις δεκαετίες ’70 και ’80 στις ΗΠΑ, όταν οι μητέρες άρχισαν να μπαίνουν μαζικά στην αγορά εργασίας, τα ποσοστά διαζυγίων αυξάνονταν και τα παιδιά περνούσαν ώρες μόνα τους στο σπίτι. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ των ΝΥΤ από εκείνη την εποχή, τα latchkey kids αποτελούσαν το ένα τέταρτο του πληθυσμού των δημοτικών σχολείων. Αρθρο της Washington Post το 1990 αναφέρει ότι τουλάχιστον 15% των παιδιών ηλικίας 8 έως 13 ετών στην περιοχή της Ουάσιγκτον ήταν υπεύθυνα για τη φροντίδα του εαυτού τους μετά το σχολείο.
Στην ταινία, η μαμά παρουσιάζεται σαν μια κουρασμένη αλλά ψύχραιμη και λειτουργική μητέρα, που αγαπά και φροντίζει τα παιδιά της όσο καλύτερα μπορεί. Δεν είναι υπερπροστατευτική και δεν επιθυμεί να ελέγχει τα πάντα, όπως οι σημερινοί γονείς, που ακολουθούν με το βλέμμα τους το παιδί ακόμη και σε περίκλειστες παιδικές χαρές. Δεν πρωταγωνιστεί στη ζωή των παιδιών της, αλλά παραμένει ο υποστηρικτικός β΄ ρόλος που τους επιτρέπει να πειραματιστούν, να ρισκάρουν, να λάμψουν.
Αποκούμπι για τον σημερινό θεατή ο Ε.Τ. Τουλάχιστον, αυτός ήθελε τη μαμά του.

