Η δημόσια συζήτηση γύρω από την ελληνική πρωτοβουλία για την Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται να περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον καθορισμό των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών. Ωστόσο, υπάρχει ένα κρίσιμο ζήτημα που απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή. Η κλιματική κρίση απειλεί τη βιωσιμότητα των οικοσυστημάτων και την ανθρώπινη ασφάλεια σε μια γεωγραφική ζώνη που εκτείνεται από τη Μεσόγειο μέχρι το Κέρας της Αφρικής.
Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, με ρυθμό ταχύτερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο, εντείνει τις παρατεταμένες ξηρασίες. Η λειψυδρία αποτελεί ήδη σοβαρό πρόβλημα στις περισσότερες χώρες, καθώς οι υδάτινοι πόροι μειώνονται συνεχώς. Παράλληλα, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας απειλεί τις παράκτιες περιοχές, ενώ οι πλημμύρες γίνονται πιο συχνές και καταστροφικές. Η βιοποικιλότητα φθίνει, αφού πολλά είδη απειλούνται με εξαφάνιση εξαιτίας των μεταβαλλόμενων κλιματικών συνθηκών.
Οι περιβαλλοντικές αλλαγές καθιστούν ορισμένες εκτάσεις μη κατοικήσιμες, οδηγώντας πληθυσμούς σε αναγκαστική μετακίνηση. Αυτό δημιουργεί ένα κύμα «κλιματικών μεταναστών», οι οποίοι δεν φεύγουν λόγω πολέμων ή διώξεων, αλλά εξαιτίας της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Για την ακρίβεια, η κλιματική κρίση προκαλεί σε πολλές κοινότητες το λεγόμενο «οικολογικό πένθος», που επιτείνει την προσπάθεια αναζήτησης μιας καλύτερης ζωής. Ο ΟΗΕ εκτιμά πως έως το 2030 ο αριθμός των κλιματικών προσφύγων ενδέχεται να φτάσει τα 300 εκατομμύρια. Η πλειονότητα μετακινείται εντός των εθνικών συνόρων, κυρίως από την επαρχία προς τα αστικά κέντρα. Εντούτοις, η επιδείνωση της κλιματικής κρίσης οδηγεί σε σταδιακή αύξηση των διασυνοριακών μετακινήσεων πληθυσμών. Αυτή η τάση δείχνει να είναι μη αναστρέψιμη για τις επόμενες δύο-τρεις δεκαετίες.
Η Ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των νέων προσφυγικών ροών, λόγω γεωγραφικής γειτνίασης. Η Ελλάδα, η Τουρκία, η Κύπρος και η Αίγυπτος καλούνται να διαχειριστούν αυξημένες πιέσεις στα συστήματα υποδοχής, ενώ η έλλειψη διεθνούς νομικού πλαισίου για τους κλιματικούς πρόσφυγες περιπλέκει την κατάσταση. Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων δεν περιλαμβάνει την κλιματική αλλαγή ως λόγο χορήγησης ασύλου. Η ανάγκη για συντονισμένες πολιτικές είναι πλέον επιτακτική. Η ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας – Κύπρου – Αιγύπτου με την προσθήκη θεματικής για την κλιματική μετανάστευση, καθώς και η πιθανή διεύρυνσή της με τη συμμετοχή της Τουρκίας, θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά στον καλύτερο περιφερειακό συντονισμό.
Η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία της Ανατολικής Μεσογείου, λειτουργώντας ως πύλες εισόδου στην Ευρώπη για μεταναστευτικές ροές από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Παρά τις βαθιές και μακροχρόνιες διαφωνίες τους, το ζήτημα των κλιματικών προσφύγων ίσως αποτελέσει έναν κοινό τόπο συνεργασίας. Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργήσει ως καταλύτης για ευρύτερη περιφερειακή συνεννόηση και σταθερότητα.
Η μαζική άφιξη ανθρώπων, χωρίς την ύπαρξη επαρκούς υποδομής και μιας καλά σχεδιασμένης στρατηγικής ενσωμάτωσης, μπορεί να επιφέρει σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Η αίσθηση απειλής που δημιουργείται στους ντόπιους πληθυσμούς, είτε λόγω πολιτισμικών διαφορών είτε λόγω ανταγωνισμού για περιορισμένους πόρους, συχνά οδηγεί στην ενίσχυση της ξενοφοβίας και της ρητορικής του αποκλεισμού. Η διαχείριση αυτών των προκλήσεων απαιτεί μια διακρατική προσέγγιση, η οποία να συνδυάζει την προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων με την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και της κρατικής ετοιμότητας.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και reader in International Security στο King’s College London.

