«Είσαι πολιτικό σκουλήκι» – Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ο επιθετικός προσδιορισμός «πολιτικό», όπως και να το κάνουμε, ανεβάζει το επίπεδο. Δηλώνει πως η συζήτηση είναι πολιτική, κοινώς αναφέρεται στο κοινό συμφέρον. Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον λυρισμό της αποστροφής, ο οποίος χαρακτηρίζει την πρώην πρόεδρο της Βουλής. Η οποία στις μακρόσυρτες αγορεύσεις αναμειγνύει τη νομικιστική ορολογία εις ένδειξιν σοβαρότητας με την κοινή, κοινότατη αγένεια. Αγένεια είπατε; Η αγένεια δηλώνει ειλικρίνεια και ερμηνεύει όσα έχουν ήδη ειπωθεί τα οποία προφανώς ο ρήτωρ δεν θεωρεί αρκετά για να εκφράσουν την πραγματική σημασία της πολιτικής. Και επειδή θέλει να απευθυνθεί στον «λαό» προστρέχει στην αγένεια. Δεν είναι η μόνη εδώ που τα λέμε. Απλώς είναι η πιο χαρακτηριστική εκπρόσωπος της αντίληψης ότι η γλώσσα που πραγματικά καταλαβαίνει ο «λαός», ο κοινός λαός, είναι η γλώσσα της αγένειας. Για να την εξευγενίσουμε την λέμε τοξικότητα. Τι θα πει τοξικότητα; Κάτι δυσάρεστο το οποίο όμως θεωρείται φυσιολογικό, σαν τα κουνούπια, γιατί δεν μπορείς να το αποφύγεις. Την λέμε και bullying για να την διεθνοποιήσουμε, σαν την ακρίβεια.
Η γλώσσα της αγένειας δεν είναι προνόμιο της πολιτικής μας ζωής. Κυριαρχεί στον δημόσιο χώρο και στις κοινωνικές μας συναναστροφές. Είναι η γλώσσα που μεταφέρει την υποδόρια βία από το κοινωνικό μας ασυνείδητο στη συνείδηση. Και είναι μία από τις εκδοχές της νέας ελληνικής, η πιο κοινότοπη θα έλεγα. Σ’ αυτήν προστρέχουμε όταν οι υπόλοιπες λέξεις που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνήσουμε προδίδουν τα πραγματικά μας αισθήματα. Η γλωσσική πενία δεν κρίνεται ούτε από τον πλούτο του λεξιλογίου, ούτε από τη γραμματοσυντακτική της αρτιότητα. Κρίνεται από την εκφραστική της αδυναμία η οποία αναδεικνύεται στη χρήση της. «Τα ήκιστα μεν άγγελος, τα μέγιστα δε βλάχος» είχε πει ο Σουρής, αν δεν κάνω λάθος, για τον Aγγελο Βλάχο. Είναι η διαφορά ανάμεσα στην αγένεια και την εκφραστική λεπτότητα της γλώσσας που σου δίνει τη δυνατότητα να υποτιμήσεις κάποιον χωρίς να τον πεις «τιποτένιο», «άχρηστο», ή «σκουλήκι». Οι παλαιότεροι θυμούνται ομηρικούς καβγάδες στη Βουλή, ή και στον δημόσιο χώρο, οι οποίοι όμως ήσαν διαγωνισμοί ρητορικής δεινότητας. Αυτό έχει εκλείψει.
Γιατί; Επειδή η χρήση της ελληνικής γλώσσας έχει χάσει τις εκφραστικές της δυνατότητες. Και οι λέξεις έχουν χάσει τη σημασία τους. Εξακολουθούμε να τις χρησιμοποιούμε μηχανικά, χωρίς όμως να μας ενδιαφέρει το πραγματικό τους αντίκρισμα. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η φασαρία με το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Το λέμε αλλά δεν αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς σημαίνει Αγνωστος Στρατιώτης. Για τους περισσότερους είναι ένα τοπόσημο όπου εκφωνούνται οι ξύλινοι λόγοι των επετείων. Αν φορέσουμε τη σοβαροφάνειά μας προστρέχουμε στα στερεότυπα. «Θανατηφόρο τροχαίο υπό άγνωστες συνθήκες». «Ηταν ένας άνθρωπος που δεν είχε δώσει δικαιώματα». Ασε εκείνους τους τριανταπεντάχρονους εγκληματίες που δεν έχουν ούτε όνομα, ούτε πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της υποκριτικής χρήσης της γλώσσας.
Υπάρχουν πολλές ελληνικές γλώσσες. Υπάρχει η γλώσσα της αγένειας, η γλώσσα της υποκρισίας. Υπάρχει και η γλώσσα της κουλτούρας. Ξέρω ότι πολλοί θα με αποκαλέσετε συντηρητικό όμως πιστεύω πως όλα αυτά ξεκίνησαν στη δεκαετία του ογδόντα όταν η καλλιέργεια μετονομάστηκε σε κουλτούρα. Τότε που ανακηρύξαμε την ημιμάθεια, ή μάλλον την αμάθεια, σε λαϊκή αρετή. «Μόνο να γράφεις τ’ όνομά σου κι εκείνο το ‘μαθες μισό». Ολόκληρο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οσοι ήξεραν να γράφουν το όνομά τους ολόκληρο ανήκαν στις καταδικαστέες ελίτες. Δεν ήξεραν να σηκώνουν τραπέζια με τις μασέλες τους χορεύοντας ζεϊμπέκικο.
Υπάρχει και η γλώσσα των εφήβων. Ανησυχούμε για τα greeklish που γράφουν στα κινητά τους, για τη γλωσσική τους πενία, και εννοείται για την έξαρση της βίας. Ανησυχούμε για το τικ-τοκ και το ίνσταγκραμ, όμως δεν ανησυχούμε για τα πρότυπα που εμείς οι ίδιοι τους παρέχουμε. Πόσα σπίτια διαθέτουν βιβλιοθήκες και πόσα σχολεία; Οι περισσότεροι μαθητές θεωρούν την εκμάθηση της ελληνικής καταναγκαστικό έργο. Κανείς όμως δεν φροντίζει να τους κάνουν να την αγαπήσουν όπως την αγαπήσαμε «εμείς οι συντηρητικοί» επειδή διαβάζαμε λογοτεχνία. Μην απορούμε λοιπόν αν, όταν έρθει η ώρα να ψηφίσουν, επιλέγουν τους αγενείς επειδή αυτοί μιλούν τη γλώσσα της ειλικρίνειας.
Ναι, υπάρχουν πολλές ελληνικές γλώσσες. Οι οποίες με τον θόρυβο που προκαλούν και την ευκολία που παρέχουν στους χρήστες τους έχουν πνίξει τα ελληνικά. Ανησυχούμε για το δημογραφικό. Ομως δεν αναρωτιόμαστε ποια γλώσσα θα μιλούν αυτοί οι λίγοι που θα απομείνουν.

