Στη δημόσια συζήτηση επανέρχεται από καιρού εις καιρόν το ερώτημα κατά πόσον είναι χρήσιμη η ύπαρξη οργάνων στα οποία θα πραγματοποιείται με θεσμικό τρόπο διαβούλευση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων για μείζονα ζητήματα διπλωματικής στρατηγικής. Η ιδέα δεν είναι καινούργια. Εχει προβληθεί και ενίοτε έχει υλοποιηθεί εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής του Μεσοπολέμου ήταν το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών που έλαβε χώρα τον Φεβρουάριο του 1934. Αντικείμενό του ήταν η συζήτηση του Βαλκανικού Συμφώνου που είχε συναφθεί ανάμεσα στην Ελλάδα, την Τουρκία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία στις 9 του ίδιου μήνα. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, διατύπωσε τις έντονες επιφυλάξεις του για τη σκοπιμότητα που είχαν για την Ελλάδα οι υποχρεώσεις που αναλάμβανε έναντι των υπόλοιπων τριών αντισυμβαλλόμενων μερών. Η κριτική του επικεντρώθηκε πρωτίστως στην πρόνοια για αμοιβαία στρατιωτική συνδρομή σε περίπτωση παραβίασης των βαλκανικών συνόρων. Η επιχειρηματολογία του άσκησε καταλυτική επίδραση στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη, η οποία κατά τη διαδικασία κύρωσης του Συμφώνου έσπευσε να προβεί σε δημόσια ερμηνευτική δήλωση που επί της ουσίας άμβλυνε κατά πολύ (σε σημείο που σχεδόν να εξαφανίζει) τις ελληνικές στρατιωτικές δεσμεύσεις.
Στη δεκαετία του 1960, το Κυπριακό αποτέλεσε κατ’ επανάληψιν αντικείμενο συζήτησης στο Συμβούλιο του Στέμματος, το οποίο συγκαλούσε ο βασιλιάς. Επρόκειτο για όργανο που δεν είχε θεσμική υπόσταση, καθώς δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για τη λειτουργία του στο Σύνταγμα του 1952. Η σύνθεσή του δεν ήταν σταθερή, καθώς, ανάλογα με την περίπτωση, σε αυτό προσκαλούνταν ο εν ενεργεία αλλά και πρώην πρωθυπουργοί, επικεφαλής κομμάτων της αντιπολίτευσης, ακόμα και αρχηγοί τρίτων κρατών (όπως, για παράδειγμα, ίσχυσε στην περίπτωση της συμμετοχής του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄). Στην πράξη, ο ρόλος του παρέμεινε συμβουλευτικός, καθώς ποτέ δεν τέθηκε ζήτημα διαμοιρασμού αρμοδιοτήτων για θέματα εξωτερικής πολιτικής μεταξύ της υπεύθυνης κυβέρνησης και ενός οργάνου που δεν είχε καν συνταγματικό ή άλλο νομικό έρεισμα. Εύκολα, εξάλλου, μπορούσε να προβληθεί ακόμα ένα απλό επιχείρημα ενάντια στην αναγνώριση αποφασιστικού ρόλου στο Συμβούλιο του Στέμματος: η αντιπολίτευση ήταν πολύ πιθανόν να εμφάνιζε την τάση προβολής μαξιμαλιστικών (και κατά συνέπεια ανεδαφικών) θέσεων, μόνο και μόνο για να φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση και να αποκομίσει εκλογικά οφέλη εις βάρος της.
Το Σύνταγμα του 1975 καθιέρωσε το Συμβούλιο της Δημοκρατίας, το οποίο αποτελούσε προσαρμογή –με θεσμικό τρόπο– του Συμβουλίου του Στέμματος στα δεδομένα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Προβλεπόταν να συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού, του προέδρου της Βουλής, του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και όσων προσώπων είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί υπό κοινοβουλευτικό καθεστώς. Το Συμβούλιο της Δημοκρατίας είχε τη δυνατότητα να εξετάσει οποιοδήποτε ζήτημα εθνικής σημασίας, επομένως κατά μείζονα λόγο εκείνα που σχετίζονταν με την εξωτερική πολιτική. Δεν διευκρινιζόταν επακριβώς η φύση των αρμοδιοτήτων του, οι οποίες πάντως έμοιαζαν και πάλι να είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα. Ωστόσο, ουδέποτε λειτούργησε και τελικά καταργήθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986.
Ο κίνδυνος να εκτραπούν τέτοιου είδους όργανα σε πεδία εξυπηρέτησης αντιπολιτευτικών σκοπιμοτήτων, και μάλιστα υπό τον μανδύα τής (δήθεν) εθνικής πλειοδοσίας, είναι δυστυχώς μεγάλος.
Τον Φεβρουάριο και κατόπιν τον Απρίλιο του 1992 συγκροτήθηκαν δύο συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αντικείμενο συζήτησης υπήρξε η στάση που έπρεπε να τηρήσει η Αθήνα έναντι της αξίωσης της κυβέρνησης των Σκοπίων να χρησιμοποιεί τον όρο «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως προσδιοριστικό του ονόματος του κράτους που μόλις είχε κηρύξει την ανεξαρτησία του από τη Γιουγκοσλαβία. Οι συσκέψεις κατέληξαν στη λήψη κατά πλειοψηφία απόφασης (με διιστάμενη τη θέση του ΚΚΕ) βάσει της οποίας η Ελλάδα ουδέποτε θα αναγνώριζε την ύπαρξη κράτους στο όνομα του οποίου θα υπήρχε η λέξη Μακεδονία. Αν και αντικατόπτριζε ευρύτατη κομματική (αλλά και κοινωνική) συναίνεση, η απόφαση περισσότερο εγκλώβισε την Αθήνα σε μια άκαμπτη στάση παρά τη διευκόλυνε να προβεί σε διαπραγματευτικούς ελιγμούς που θα επέτρεπαν τη διευθέτηση του προβλήματος με όσο το δυνατόν ευνοϊκότερο τρόπο για την ελληνική πλευρά. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε ευθύς εξαρχής διατυπώσει αυτόν τον προβληματισμό. Ομως παρέμεινε εξαρτημένος από την τυπικά μη δεσμευτική απόφαση των πολιτικών αρχηγών, η ανατροπή της οποίας όμως συνεπαγόταν δυσβάστακτο πολιτικό κόστος. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε εν πολλοίς προσπαθήσει να στριμώξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη στο «Μακεδονικό», βρέθηκε δέσμιος του δικού του στρατηγήματος όταν ανέλαβε την εξουσία το φθινόπωρο του 1993.
Τα όργανα διαβούλευσης για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής μπορούν να είναι ωφέλιμα, αλλά πάντα υπό μία προϋπόθεση: ότι όσοι συμμετέχουν σε αυτά θα εκφράζουν τις απόψεις τους με γνώμονα το εθνικό και όχι το κομματικό ή/και το προσωπικό τους συμφέρον. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι όλοι πρέπει να συμφωνούν. Αλλά οπωσδήποτε ότι η διαφωνία δεν θα είναι προσχηματική και θα εκφράζεται με εποικοδομητική διάθεση. Ούτε ότι η κυβέρνηση θα χρησιμοποιεί τη διαβούλευση για να μην κάνει τίποτα κι έτσι να αποφεύγει τις ευθύνες που της αναλογούν. Ολα τα προηγούμενα μοιάζουν αυτονόητα, αλλά η εμπειρία δείχνει ότι δεν είναι καθόλου δεδομένα. Ο κίνδυνος να εκτραπούν τέτοιου είδους όργανα σε πεδία εξυπηρέτησης αντιπολιτευτικών σκοπιμοτήτων, και μάλιστα υπό τον μανδύα τής (δήθεν) εθνικής πλειοδοσίας, είναι δυστυχώς μεγάλος. Η ιδέα είναι επί της αρχής καλή. Ομως ο δρόμος προς την κόλαση ενίοτε είναι στρωμένος με αγαθές προθέσεις.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

