Με αφορμή την εσχάτη πράξη δολοφονίας στην ορεινή Κρήτη, στην Κίσσαμο Χανίων, αναρωτιέται κανείς γιατί τέτοια επεισόδια συμβαίνουν ιδιαίτερα στην ορεινή δυτική Κρήτη. Εκεί, προφανώς, ο ανδρισμός απαιτεί την οπλοφορία. Δεν απαιτεί όμως, και οι άνθρωποι δεν εγκρίνουν, την ανεύθυνη χρήση των όπλων. Αντιθέτως, σε αυτές τις κοινωνίες η κατοχή όπλων συνεπάγεται αυστηρές ηθικές αρχές. Ο παραβάτης θεωρείται, με μια λέξη, άνανδρος.
Η γενική κοινή γνώμη, έξωθεν της Κρήτης, εύκολα καταφεύγει στο στερεότυπο του ένοπλου ληστή. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιέται κανείς, κάποιοι άνθρωποι να συμπεριφέρονται τόσο αντικοινωνικά;
Πολλές φορές οι αιτίες είναι κοινωνικές. Στην Κρήτη η βία ελέγχεται αυστηρά. Καθ’ όλα τα διαστήματα που πέρασα στο χωριό Ζωνιανά Μυλοποτάμου, πάντα άοπλος, δεν φοβήθηκα ποτέ. Για τους Ζωνιανούς, το να επιτεθεί κάποιος κατά αόπλου θα ήταν επίδειξη ανανδρείας που υποβαθμίζει τη συλλογική τιμή.
Στην Κρήτη, όμως, κάθε τόσο, οι άνδρες εμπλέκονται σε αιματηρά επεισόδια εξαιτίας κάποιας διαφωνίας ή προσβολής. Οι αντιδράσεις τους ακολουθούν ένα σύστημα αξιών που τους υποχρεώνει να υπερασπίζονται διαρκώς και επιδεικτικά την ανδρειoσύνη τους. Σε περίπτωση βεντέτας, ο δράστης γνωρίζει το θύμα και θεωρεί ότι το θύμα αδίκησε και εκείνον και τους δικούς του, γι’ αυτό αισθάνεται την υποχρέωση να του αντισταθεί, ακόμη και μέχρι ανθρωποκτονίας. Εάν στη συνέχεια εξαπλωθεί η ένοπλη βία, ακολουθεί αυστηρά δομικές –δηλαδή οικογενειακές– γραμμές και η υποχρέωση να υποστηρίζουν τον αρχικό «φονιά» οι δικοί του καθορίζεται από την απόσταση σε όρους συγγένειας, συνήθως από την πατρική πλευρά.
Η συνήθεια κάποιοι Ελληνες παρατηρητές να χαρακτηρίζουν τις πράξεις ένοπλης βίας στην Κρήτη «Φαρ Ουέστ» δεν αναγνωρίζει τη μεγάλη διαφορά: δηλαδή ότι στην Κρήτη την τελευταία λέξη την έχει η κοινωνία.
Aρα πρόκειται για ένα σύστημα κοινωνικών αξιών. Υπάρχουν οπωσδήποτε εξαιρέσεις, αλλά τον δολοφόνο, ο οποίος δεν έχει τέτοια σχέση με το θύμα ή επικαλείται το στερεότυπο της κρητικής ανδρειοσύνης για να δικαιολογήσει μια καθαρά κερδοσκοπική ή τελείως άσκοπη πράξη βίας, οι υπόλοιποι τον αποδοκιμάζουν. Αν κλέψει ένα πρόβατο, φέρ’ ειπείν, ακολουθεί μια καθιερωμένη διαδικασία, η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία σχέσεων συνεργασίας με το «θύμα», και οι χωριανοί του αφήνουν να κυλήσει ο κύκλος αμοιβαίων κλοπών μέχρι την επιθυμητή κατάληξη σε «σασμό» (τελετή συμφιλίωσης). Εάν, αντιθέτως, προσπαθήσει να διαρρήξει το σπίτι κάποιου γείτονα, όλοι οι γνωστοί του θα τον αποδοκιμάσουν. Το ίδιο ισχύει για τις δολοφονίες. Αν κάποιος σκοτώσει εξαιτίας σοβαρής προσβολής ή επίθεσης, οι χωριανοί δείχνουν κατανόηση και προσπαθούν να περιορίσουν τις συνέπειες. Αν λείπει μια τέτοια δικαιολογία, αντιδρούν αρνητικά.
Θεωρούν, εξάλλου, ότι εάν απουσίαζε ο κοινωνικός έλεγχος, θα γίνονταν πολύ περισσότεροι «αθέμιτοι» φόνοι. Ισχυρίζονται, μάλιστα, ότι η αναλογία φόνων είναι πολύ χαμηλότερη στα ορεινά κρητικά χωριά σε σύγκριση με τις μεγάλες πόλεις, ακριβώς γιατί σε αυτές τέτοιος κώδικας δεν υπάρχει.
Σίγουρα έχουν δίκιο σε σχέση με τις ΗΠΑ, όπου μια ιστορικά αδικαιολόγητη «ερμηνεία» του συντάγματος φέρει ως απαράγραπτο το δικαίωμα του κάθε πολίτη να οπλοφορεί. Εκεί διαπιστώνουμε μια όλο και επιταχυνόμενη αύξηση φόνων από άτομα που δεν γνωρίζουν τα θύματα και συχνά ανοίγουν πυρ και σκοτώνουν για να ικανοποιήσουν κάποια ψυχολογική ανάγκη τους, για λόγους ιδεολογίας ή γιατί αισθάνονται, ως άνδρες (ως επί το πλείστον), ότι η κοινωνία δεν τους σέβεται και μάλιστα υποβαθμίζει την ανδρειοσύνη τους χάρη στις τεράστιες οικονομικές ανισότητες που διαβρώνουν διαρκώς την αμερικανική κοινωνία. Γι’ αυτόν τον λόγο, η συνήθεια κάποιοι Ελληνες παρατηρητές να χαρακτηρίζουν τις πράξεις ένοπλης βίας στην Κρήτη «Φαρ Ουέστ» δεν αναγνωρίζει τη μεγάλη διαφορά: δηλαδή ότι στην Κρήτη την τελευταία λέξη την έχει η κοινωνία. Μια κοινωνία που ελέγχει, κρίνει και τιμωρεί εκείνους που δεν σέβονται τον κώδικα αξιών και αναγνωρίζει ως ενόχους εκείνους που σκοτώνουν «άσκοπα» ή μπαίνουν επίτηδες σε περιπτώσεις όπου ένας πράγματι «καλανδρειωμένος» θα έλειπε από την κακή ώρα από σεβασμό για την κοινωνία.
Ασφαλώς δεν δέχομαι τη λογική της εκδίκησης. Αλλά τουλάχιστον πρόκειται για κοινωνική λογική. Στις ΗΠΑ η «λογική» των περισσότερων φόνων υπάρχει μόνο στη φαντασία των ψυχολογικά άρρωστων δραστών ή επαγγελματιών εγκληματιών.
*Ο ανθρωπολόγος Μάικλ Χέρτσφελντ είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ στις ΗΠΑ. Το βιβλίο του για τον ανδρισμό στην Κρήτη, «Η Ποιητική του Ανδρισμού», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» το 2012.

