Ενα μυστήριο της ελληνικής κοινωνίας είναι ότι, ενώ υπάρχει εντυπωσιακή ομοιογένεια μεταξύ των Ελλήνων, και ενώ λύθηκαν τα μεγάλα πολιτειακά ζητήματα, δεν χάνουμε ευκαιρία να συγκρουστούμε μεταξύ μας. Η βασιλεία καταργήθηκε· το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε· ιδεολογικές διαφορές είναι ελάχιστες· η χώρα διανύει τη μεγαλύτερη περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ιστορία της· η συζήτηση για τη σχέση Κράτους – Εκκλησίας απασχολεί ελάχιστους· οι πληγές του Εμφυλίου επουλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Θα αναρωτιόταν κανείς, λοιπόν, γιατί πάντα επικρατεί τόση ένταση στην πολιτική σκηνή; Ομως, αν εξετάσουμε τα συσσωρευμένα προβλήματα της κοινωνίας και τον τρόπο που οι πολιτικές ομάδες τα διαχειρίζονται, το ερώτημα αντιστρέφεται: Πώς γίνεται και υπάρχει έστω κάποια συναίνεση, όταν η έλλειψη εμπιστοσύνης στην κοινωνία είναι τόσο μεγάλη; Εκεί βλέπουμε πόσο «γόνιμο» είναι το έδαφος για λαοπλάνους που, είτε από έλλειψη άλλων ικανοτήτων είτε από κυνισμό, επιδιώκουν τον μεγαλύτερο κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στην πολιτική, στους θεσμούς και, εντέλει, στην ίδια τη δημοκρατία.
Οι πολίτες βλέπουν την αδυναμία συναίνεσης στην πολιτική και την ίδια ώρα έχουν να αντιμετωπίσουν τη χρόνια διαφθορά, την ανικανότητα ενός κακόβουλου κράτους, τις στερήσεις και τις διευρυνόμενες ανισότητες.
Γιατί τόση δυσπιστία, όμως; Γιατί τέτοια ροπή προς τον διχασμό; Οι λόγοι είναι πολλοί και διαχρονικοί, ξεκινώντας από την παράδοση των πολιτικών αρχηγών να επιδιώκουν οφέλη από τη συντριβή των αντιπάλων τους. Διαμορφώθηκε μια κουλτούρα σύγκρουσης, μια νοοτροπία πως συμβιβασμός και συναίνεση σημαίνουν παραίτηση ή προδοσία. Αυτό ισχύει τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική, καθώς ένταση στο ένα πεδίο τροφοδοτεί τα πάθη στο άλλο. Επίσης, φαινόμενα ακραίας πόλωσης στο παρελθόν (ο Εθνικός Διχασμός, ο Εμφύλιος, η χούντα κ.ά.) ανασύρονται στη σημερινή συζήτηση απ’ όποιον θέλει να εμφανιστεί πιο «πατριώτης», πιο «δημοκράτης» ή οτιδήποτε άλλο, από τους άλλους. Η αδυναμία συναίνεσης στην πολιτική αντανακλά και τροφοδοτεί την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών. Αυτή παρατηρούν οι πολίτες και κρίνουν και την ίδια ώρα έχουν να αντιμετωπίσουν τη χρόνια διαφθορά, την ανικανότητα ενός κακόβουλου κράτους, τις στερήσεις (είτε πραγματικές, είτε σε σύγκριση με άλλους, είτε λόγω απανωτών κρίσεων, είτε λόγω ενδημικής έλλειψης ευκαιριών) και τις διευρυνόμενες ανισότητες (μιας αρχικώς λιγότερο άνισης κοινωνίας από πολλές άλλες). Η παραπληροφόρηση και η προπαγάνδα σε ένα κατακερματισμένο τοπίο ενημέρωσης ενθαρρύνουν τη διχόνοια, αλλά και την απελπισία. Οδηγούν σε παθιασμένες συγκρούσεις των λίγων, ενώ οι πολλοί απομακρύνονται από την πολιτική, απέχουν από εκλογές.
Τα επισημαίνουμε αυτά πάλι όχι για να μοιρολογήσουμε, αλλά για να προτείνουμε ότι οι πολιτικές δυνάμεις που θα εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στη δημοκρατία είναι αυτές που θα σπάσουν τον φαύλο κύκλο που τροφοδοτεί τη δυσπιστία και τον κυνισμό. Οι πολίτες πρέπει να δουν ουσιαστικές νίκες κατά της διαφθοράς, να τους προσφέρονται ευκαιρίες (από το σχολείο έως τα γεράματα) για συμμετοχή στην κοινωνία των πολιτών. Οι πολιτικοί οφείλουν να εισαγάγουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην πολιτική και στη Δικαιοσύνη, να ενισχύσουν τους θεσμούς (μεταξύ των οποίων και οι ταλαιπωρημένες ανεξάρτητες αρχές). Πρέπει να είναι σαφές πως η διαφθορά δεν είναι ανεκτή, πως οι παραβάτες τιμωρούνται, πως κυβερνήσεις και το κράτος επιδιώκουν το συμφέρον των πολιτών (ώστε αυτοί να μην περιμένουν μόνο από το «δικό τους» κόμμα). Οταν φανεί ότι η πολιτεία θέτει τους πολίτες –όλους τους πολίτες– στο κέντρο της πολιτικής, τότε και αυτοί θα συμβάλουν στην προσπάθεια, θα πιστέψουν σε κάτι. Η κυβέρνηση έχει ανάγκη αλλά και την ευκαιρία να πείσει περισσότερους πολίτες ότι θα εργαστεί σε αυτή την κατεύθυνση. Ούτως ή άλλως, πρέπει να καλυφθεί το μεγάλο κενό.

