Τα μαθήματα του Μαμντάνι για την Αριστερά

3' 45" χρόνος ανάγνωσης

Toν Νοέμβριο του 1973 –στον απόηχο της φοιτητικής αναταραχής, στην κορύφωση του αντιπολεμικού κινήματος, στην απαρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης– ο Νόρμαν Ολιβερ ήταν ο σοσιαλιστής υποψήφιος για το αξίωμα του δημάρχου στη Νέα Υόρκη. Επεισε μόλις 2.282 συμπολίτες του. Το 0,13%. Πενήντα χρόνια μετά, ένας σοσιαλιστής, ο Ζόραν Μαμντάνι, θα γίνει –εκτός απροόπτου– δήμαρχος της παγκόσμιας καπιταλιστικής μητρόπολης. Η επιτυχία του προκαλεί την αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ, ζάπλουτων επιχειρηματιών και του παλιού πολιτικού κατεστημένου που θεωρούσε την πόλη –αξιωματικά– δική του υπόθεση. Αλλες εποχές. Αλλά αν το σκεφτεί κανείς, τίποτα δεν μπορούσε να εγγυηθεί ότι η σοσιαλιστική υποψηφιότητα του 2025 θα ξέφευγε από μια ακόμα καταγραφή στο όριο της ανυποληψίας. Αλλωστε, όταν ξεκινούσε ο Μαμντάνι, κανείς δεν ήξερε καν ποιος είναι.

Ο Μαμντάνι ακολούθησε μια τακτική που έχει τις ρίζες της στο κίνημα του Occupy Wall Street και έχει αλλάξει ριζικά το λογισμικό της αμερικανικής Αριστεράς: διεκδίκησε το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση του «εισοδισμού», της «πρωτοπορίας» δηλαδή που τρουπώνει σε ένα μαζικό κόμμα με στόχο να διαφωτίσει τους παραπλανημένους. Εδώ έχουμε ένα άλλο φαινόμενο. Υποψήφιοι που μεταβάλλουν το ίδιο το κόμμα φέρνοντας στις κάλπες εκείνους και εκείνες που μέχρι χθες αδιαφορούσαν για αυτό. Είναι μια τακτική τού «εντός – εκτός και εναντίον». Εναντίωση δηλαδή στο πώς είναι το κόμμα αυτό, ανάπτυξη κινημάτων βάσης πέραν των ορίων του κόμματος και δυναμική είσοδός τους μέσα σε αυτό με στόχο την αλλαγή της ατζέντας του. Ο Μαμντάνι προφανώς δεν είναι ο πρώτος διδάξας. Ακολούθησε τη μεθοδολογία του Μπέρνι Σάντερς, που ναι μεν ηττήθηκε αφού δεν κατάφερε να είναι υποψήφιος πρόεδρος, αλλά έχει επιτύχει να φέρει στο προσκήνιο μια συζήτηση γύρω από το πώς μπορούν να κερδίσουν οι Δημοκρατικοί με όρους πολύ διαφορετικούς από τις κυρίαρχες, συντηρητικές, αντιλήψεις για το πώς γίνεται η πολιτική.

Αυτή η μεθοδολογία συνιστά μια ρήξη με εκείνη την Αριστερά που εμφανίζεται στον δημόσιο χώρο με ταυτοτικούς όρους. Ολοι ξέρουν –πλέον– ότι ο Μαμντάνι είναι σοσιαλιστής, αλλά ο ίδιος δεν διεκδικεί την ψήφο των συμπολιτών του επειδή είναι συνεπής –ή βάλτε όποιο άλλο επίθετο θέλετε εδώ– αριστερός. Γιατί ξέρει ότι πραγματικά αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν. Αυτό που ενδιαφέρει είναι αν έχει κάτι να πει για τις ζωές των ανθρώπων που φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει. Στην εκστρατεία του αυτό έγινε πολύ χειροπιαστό μέσα από το ζήτημα της στέγης. Σε μια κλασική αριστερή ανάγνωση, η ανάδειξη του «ενός» ζητήματος μπορεί και να θεωρηθεί ρεφορμισμός. Εδώ όμως είναι το κλειδί που μπορεί να ανοίξει την πόρτα εξόδου από το πολιτικό περιθώριο. Η μεταρρύθμιση που προτείνει είναι επαναστατική. Γιατί σε ένα θέμα που όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει πρόβλημα, ο Μαμντάνι λέει ότι υπάρχει λύση: η ριζική παρέμβαση στους φαινομενικά αυτονόητους κανόνες του παιχνιδιού. Κάποιοι θα χάσουν και κάποιοι θα κερδίσουν. Εσύ, σε ποια κατηγορία ανήκεις;

Το ερώτημα –στην απλότητά του– συγκινεί. Αυτή τη στιγμή χιλιάδες –κατά κύριο λόγο νέοι– άνθρωποι χτυπάνε πόρτες για έναν συνομήλικό τους που δεν μοιάζει ότι είναι, αλλά όντως είναι ένας από αυτούς, που μιλάει για αυτούς. Ο Μαμντάνι δεν είναι το κλασικό φρικιό, αλλά ένας τύπος που κάπου τον έχεις συναντήσει και σε πείθει ότι η δημόσια εικόνα του δεν απέχει πολύ από το πώς ήταν πριν εμφανιστεί στο προσκήνιο. Σε έναν κόσμο που οι κανόνες του πολιτικού μάρκετινγκ συμβουλεύουν τους πολιτικούς να αναδείξουν την «ανθρώπινη πλευρά» τους γιατί αυτή είναι καταχωνιασμένη κάτω από στοιβάδες σοβαροφάνειας, ο Μαμντάνι δεν φαίνεται να χρειάζεται τέτοιες συμβουλές.

Προφανώς, τα δύσκολα βρίσκονται μπροστά του. Ενα πρόσφατο άρθρο στους New York Times μας πληροφορεί ότι ο Μαμντάνι συναντά επιχειρηματίες και ισχυρούς παράγοντες της πόλης ενόψει της επιτυχίας του. Γιατί αυτό που αναζητάει –και εκεί θα κριθεί– είναι η δυνατότητα εφαρμογής του προγράμματός του. Σημειώνω το εξής: ο Μαμντάνι κάνει διάλογο γιατί δείχνει να πιστεύει στη δύναμη του επιχειρήματος που είναι ακριβώς αυτό που απουσιάζει –γενικά– από τη σύγχρονη πολιτική. Και αυτή τη στιγμή, ακόμα και εκείνοι που δεν συμφωνούν μαζί του είναι υποχρεωμένοι να συνομιλήσουν μαζί του και να κάνουν κριτική στο επιχείρημά του. Αυτό από μόνο του είναι σημαντικό. Σημαντικό γιατί εκπροσωπεί ένα άλλο παράδειγμα στο τοξικό σύμπαν που εκφράζει ο Τραμπ, ο οποίος μονότονα επαναλαμβάνει ότι ο Μαμντάνι είναι «κομμουνιστής» και αυτό είναι κακό. Συχνά λέμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουμε την κατάρρευση ή έστω τη δοκιμασία των check and balances απέναντι στον οδοστρωτήρα του πολιτικού αυταρχισμού. Η πορεία του Μαμντάνι συνιστά μια κοινωνική εξισορρόπηση στην κυριαρχία του «ενός» μέσα από τον πιο παραδοσιακό τρόπο: την ενεργοποίηση των πολλών για κάτι που τους αφορά.

*Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT