Μια ωραία έκπληξη με περίμενε φτάνοντας στην αρχή της οδού Μιχαλακοπούλου. Από τον υαλοκαθαριστήρα ανέμιζε ένα κομμάτι χαρτί, που δεν προμήνυε κάτι πολύ καλό. Δεν ήταν διαφημιστικό όπως κάθε λογικός άνθρωπος θα ήλπιζε, αλλά κλήση – μια κλήση που δεν μπορούσα καλά καλά να διαβάσω.
Μπόλικοι απελπισμένοι κάτοικοι του Παγκρατίου επιλέγουμε ως έσχατη λύση την ανατολική όχθη της Μιχαλακοπούλου, αν και η στάθμευση στο συγκεκριμένο σημείο απαγορεύεται για ορισμένες ώρες. Ομως, καθώς τα παρκαρισμένα οχήματα δεν καταλαμβάνουν λωρίδα κυκλοφορίας, υπήρχε για χρόνια ένα άτυπο μορατόριουμ ανάμεσα στους οδηγούς και στην Τροχαία εξαιτίας της διαβόητης δυσκολίας εύρεσης πάρκινγκ στη γειτονιά. Εξάλλου, λίγα μέτρα παραπάνω (στο ύψος του Χίλτον) ο Δήμος Αθηναίων έχει εγκαταστήσει εδώ και αρκετά χρόνια σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης, όπου ως εκ θαύματος οι εκεί «παράνομες» θέσεις νομιμοποιούνται και η χρήση τους χρεώνεται.
Το επόμενο βήμα ήταν να αναζητήσω τους πρακτικότερους τρόπους πληρωμής της κλήσης. Αναθάρρησα διαβάζοντας εδώ κι εκεί στο Διαδίκτυο ότι υπάρχει δυνατότητα ηλεκτρονικής πληρωμής μέσω e-banking. Θα έπρεπε πρώτα να ανακαλύψω τον ηλεκτρονικό κωδικό πληρωμής. Αλλά –μαντέψτε– ήταν άφαντος. Κάλεσα το τηλεφωνικό κέντρο της Τροχαίας αλλά –μαντέψτε ξανά– δεν έβγαλα άκρη.
Πόσα πράγματα μπορούμε να διδαχθούμε από μια κλήση στην ομορφότερη σουρεαλιστική χώρα του κόσμου.
Αποφάσισα να κάνω μια ωραία βόλτα μέχρι το κεντρικό κτίριο της Τροχαίας στην οδό Δεληγιάννη. Με υποδέχθηκε μια ευγενική και νέα στην ηλικία υπαξιωματικός, που με προσγείωσε χαμογελαστά στην πραγματικότητα. Οι κλήσεις τελικά πληρώνονται αποκλειστικά στα ΕΛΤΑ (στο πονεμένο βλέμμα της διαγραφόταν η ευχή «καλή τύχη») και, ακόμη κι αν δεν το διάβαζα πουθενά, το χρηματικό πρόστιμο συνοδευόταν από αφαίρεση διπλώματος για δέκα ημέρες. Μάλιστα. Οταν έκανα τη ρητορική ερώτηση πώς θα το καταλάβαινα εάν δεν περνούσα ο ίδιος από την Τροχαία, εισέπραξα το ίδιο συμπονετικό βλέμμα.
Υπάρχουν πολλά λάθη σε αυτό το παντελώς συνηθισμένο περιστατικό, αλλά στα μεγαλύτερα δεν έχουμε αναφερθεί ακόμη. Πρώτον, ένας κάτοικος του Παγκρατίου (όπως και του Κολωνακίου, της Κυψέλης, του Κουκακίου κ.λπ.) δεν θα έπρεπε να χρειάζεται να έχει αυτοκίνητο. Θα έπρεπε να ήταν ανόητο και ασύμφορο μαζί. Αρκεί να είχε αξιόπιστες εναλλακτικές. Και, δεύτερον, στο Παγκράτι όλες οι νόμιμες θέσεις στάθμευσης θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί στους κατοίκους του μέσα από το δημοτικό σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης, που απλά εκεί δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Ο επισκέπτης των δεκάδων μπαρ, εστιατορίων, καφενείων της περιοχής θα ήξερε εκ των προτέρων ότι δεν θα είχε καμία ελπίδα να παρκάρει, όπως συμβαίνει και με τον αντίστοιχο επισκέπτη στις κεντρικές συνοικίες στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. Κι εμείς οι κάτοικοι δεν θα ήμασταν υποχρεωμένοι να παρκάρουμε εκεί όπου δεν επιτρέπεται. Ακόμη κι όταν δεν ενοχλούμε κανέναν.

