Η ελληνική γεωργία έμαθε να ζει με την αγωνία των επιδοτήσεων. Για πολλούς αγρότες, η ετήσια πληρωμή από τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι απλώς ένα βοήθημα, αλλά το οξυγόνο που κρατά ζωντανές μικρές εκμεταλλεύσεις, οικογένειες, ακόμη και ολόκληρα χωριά. Οταν λοιπόν αυτό το οξυγόνο στερεύει, η ασφυξία είναι αναπόφευκτη. Τους τελευταίους μήνες το ζήτημα των καθυστερήσεων στις αγροτικές ενισχύσεις πήρε διαστάσεις. Ο οργανισμός επικαλείται «τεχνικούς λόγους» και «διασταυρωτικούς ελέγχους», αλλά πίσω από τη γραφειοκρατική ορολογία κρύβεται κάτι πολύ πιο ανησυχητικό. Το σύστημα πληρωμών που άλλοτε λειτουργούσε με έναν στοιχειώδη ρυθμό έχει βαλτώσει. Οι παραγωγοί περιμένουν, οι τράπεζες πιέζουν και η κατάσταση τείνει να βγει εκτός ελέγχου. Αθροιστικά οι αγρότες περιμένουν έως το τέλος του έτους κοντά στα 2 δισ., εκ των οποίων τα 400 εκατ. έπρεπε να έχουν πληρωθεί έως τις 30 Ιουνίου και άλλα 750 εκατ. έως χθες και τα υπόλοιπα στις 31 Δεκεμβρίου.
Στον απόηχο των αποκαλύψεων, το κλίμα δυσπιστίας έχει γενικευθεί. Η υπόθεση των παράνομων ή αδικαιολόγητων ενισχύσεων που διερευνάται από τις αρχές θόλωσε την εικόνα ενός οργανισμού που ήδη βρισκόταν στο στόχαστρο των Βρυξελλών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άλλωστε έστειλε σαφές μήνυμα: οι επιδοτήσεις πρέπει να δίνονται με διαφάνεια και λογοδοσία, αλλιώς το ρίσκο επιστροφής κονδυλίων στην Ε.Ε. είναι υπαρκτό. Το αποτέλεσμα είναι ένα διοικητικό καθεστώς φόβου. Ουδείς υπογράφει, ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη κι έτσι οι πληρωμές καθυστερούν επ’ αόριστον.
Το τίμημα φυσικά δεν το πληρώνουν οι υπάλληλοι ούτε οι διοικήσεις, αλλά ο αγρότης που βλέπει τους λογαριασμούς να συσσωρεύονται. Το πληρώνει ο παραγωγός που έμαθε να στηρίζεται σ’ ένα κράτος το οποίο τον θυμάται μόνο προεκλογικά, όταν οι επιταγές και τα διαγγέλματα πέφτουν βροχή. Είναι η διαχρονικά αμαρτωλή σχέση του πολιτικού συστήματος με τον αγροτικό κόσμο, που έμαθε να πορεύεται με τον πατερναλισμό τής εκάστοτε εξουσίας. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ όμως δεν είναι απλώς μια «κακή στιγμή» στη δημόσια διοίκηση. Είναι ο καθρέφτης ενός συστήματος όπου η αδιαφάνεια και η εξάρτηση πάνε χέρι χέρι. Κάποιοι επί χρόνια διαχειρίζονταν ευρωπαϊκά χρήματα με την άνεση «δικού τους ταμείου». Και τώρα που οι έλεγχοι σφίγγουν, η απάντηση είναι να σταματήσουν τα πάντα μέχρι να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Αλλά το τοπίο δύσκολα θα ξεκαθαρίσει αν δεν υπάρξει τολμηρή πολιτική βούληση και διοικητική επάρκεια. Ο πρωτογενής τομέας δεν αντέχει άλλο μισές αλήθειες και καθυστερήσεις που παρουσιάζονται ως «αναγκαίες». Οι αγρότες δεν ζητούν χάρη αλλά στοιχειώδη σοβαρότητα, καθώς μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
Αν η κυβέρνηση θέλει να ξανακερδίσει την αξιοπιστία της στο συγκεκριμένο θέμα, πρέπει να δείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μεσάζοντες, «παραθυράκια» και χωρίς πολιτικές παρεμβάσεις. Κι αν θέλει να μιλάει για «μεταρρυθμίσεις», ας ξεκινήσει από εκεί: από έναν οργανισμό που χειρίζεται δισεκατομμύρια αλλά δυσκολεύεται να στείλει τα χρήματα εκεί όπου πραγματικά ανήκουν.
Διότι στο τέλος της ημέρας οι επιδοτήσεις δεν είναι δώρο, είναι τμήμα του κόστους παραγωγής, και η καθυστέρησή τους, όταν συνοδεύεται από σκάνδαλα και σιωπή, μοιάζει με τιμωρία και μπορεί να οδηγήσει σε αδιέξοδες συγκρούσεις. Το σύνολο των αγροτών δεν είναι απατεώνες και δεν μπορεί να τιμωρούνται από την αδυναμία του κράτους να ξεχωρίσει τους μεν από τους δε. Δίκιο και άδικο δεν μπορούν να μπαίνουν στον ίδιο λογαριασμό.

