
Η προσωπική φιλοδοξία δεν είναι κακό πράγμα. Είναι μάλλον απαραίτητη για να κινείται ο πολιτικός βίος, για να καλύπτονται οι θέσεις ευθύνης, για να λειτουργούν οι θεσμοί. Σε κομματικό επίπεδο, οι υψηλές ατομικές βλέψεις μπορεί να αποβούν επικίνδυνες για την προσδοκώμενη συνοχή, όμως κι εκεί δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη σημασία της φιλοδοξίας: όποιο κόμμα δεν θέλει να καταλήξει σαν τον ΣΥΡΙΖΑ, ανύπαρκτο δίχως τον αναντικατάστατο πατριάρχη του, χρειάζεται στελέχη με αξιώσεις, όχι απλούς ακολούθους. Από μόνη της, λοιπόν, η υπόγεια κόντρα Μητσοτάκη – Δένδια δεν είναι φαινόμενο ενδόρρηξης και παραταξιακής δηλητηρίασης. Είναι κομμάτι μιας διαδικασίας επιβίωσης. Ο Μητσοτάκης δεν είναι αιώνιος αρχηγός· ξέρει ότι το κόμμα του υπήρχε πριν από αυτόν και θα υπάρχει και μετά. Το μετά σχεδιάζεται τώρα. Οποτε κι αν προκύψει η επόμενη φάση του κόμματος, δεν θα προκύψει χωρίς διαφοροποιήσεις και τριβές.
Περί αυτοανάδειξης
Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί τρόποι για να διαφοροποιηθεί κανείς από τον τρέχοντα πρόεδρο. Υπάρχουν αρκετά πεδία που ενδείκνυνται για να αφήσει ένας δελφίνος το στίγμα του, ώστε οι ψηφοφόροι της εκλογικής βάσης, αλλά και πέρα από αυτήν, να καταλάβουν τι θα μπορούσε να αλλάξει εάν άλλαζε και ο πρόεδρος. Από την ακρίβεια και το στεγαστικό πρόβλημα μέχρι ένα σωρό δομικές μεταρρυθμίσεις, που όλο αναβάλλονται ή δεν μπαίνουν καν στην ατζέντα, το υλικό για όποιον θέλει να αρθρώσει δημιουργικό πολιτικό λόγο, παράλληλο ή εναλλακτικό προς τον επίσημο λόγο του κόμματος, είναι πληθωρικό και διαρκώς επίκαιρο. Ενας επίδοξος πρόεδρος δεν χρειάζεται καν να συγκρουστεί. Αρκούν μερικές λέξεις την κατάλληλη στιγμή για να καταλάβουν οι πολίτες ποιος θα μπορούσε να έχει σχέδιο την επόμενη ημέρα και ποιος όχι· ποιος διαθέτει συνολικό πολιτικό όραμα και ποιος απλώς πεινάει για εξουσία.
Στρατηγικό σκεπτικό
Είναι επομένως αρκετά ενδιαφέρον ότι ο Νίκος Δένδιας διάλεξε την υπόθεση του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη για να μας υπενθυμίσει το αυθυπόστατο της πολιτικής του παρουσίας. Οι αξιώσεις του ήταν ασφαλώς γνωστές από πιο πριν, όμως τώρα είναι που ο υπουργός έκρινε σκόπιμο να δώσει στις ενστάσεις του προς την πρωθυπουργική γραμμή μια έμφαση αντιπολιτευτικού τύπου· τώρα είναι που θεώρησε ότι αξίζει τον κόπο να σταθεί απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Δένδιας δεν έκανε τυχαία την επιλογή αυτή. Επεξεργάστηκε τη συγκυρία με όρους αγοράς (τι πουλάει και τι δεν πουλάει αυτή τη στιγμή στην πολιτική;) και ορθώς τοποθέτησε τη διαμάχη για τον Αγνωστο Στρατιώτη κάτω από την ομπρέλα των Τεμπών. Αφού, λοιπόν, τα Τέμπη είναι το ζήτημα στο οποίο η κυβέρνηση έχει δεχτεί τα περισσότερα πλήγματα, αποφάσισε πως συμφέρον είναι να φανεί συμπαθής σε όσους κατάφεραν τα πλήγματα αυτά· να κερδίσει όσους έχασαν ο Μητσοτάκης και το κόμμα, λέγοντάς τους όσα δεν θα περίμεναν να ακούσουν από ένα μέλος αυτής της κυβέρνησης.
Σχετικά και άσχετα
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη σχετίζεται με τα Τέμπη ως προς την ιστορική ακολουθία των γεγονότων, αλλά την ίδια ώρα είναι και εντελώς άσχετο με αυτά. Το δυστύχημα και οι τραγελαφικοί κυβερνητικοί χειρισμοί που πυροδότησαν την κοινωνική αγανάκτηση (σε συνδυασμό με την ασίγαστη προπαγάνδα και τον λαϊκισμό) «σηκώνουν» πολλή εσωκομματική συζήτηση· εκεί, ναι, τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εκτυλιχθεί διαφορετικά και ο πρωθυπουργός αυτό θα έπρεπε να το ακούσει σε όλους τους τόνους, από ανταγωνιστικά στελέχη και μη. Το αν όμως ένα μνημείο υψηλού συμβολισμού και ο δημόσιος χώρος γύρω από αυτό πρέπει να υποκλίνονται στη λαϊκή παραφορά και στα πολιτικά συμφέροντα που την υποδαυλίζουν, δεν είναι ζήτημα ίδιας τάξης. Δεν αφορά τους πολίτες με τον ίδιο τρόπο που τους αφορά το αίτημα για ασφαλή τρένα, λογοδοσία, διαφάνεια και δικαιοσύνη. Απ’ όλες τις αφορμές σύγκρουσης με τον πρωθυπουργό, απ’ όλες τις αφορμές αυτοπροβολής, αυτή δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγική.
Τιμωρώντας τον Δένδια
Οχι ότι η μετατόπιση του βάρους της συνολικής διαχείρισης του μνημείου στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας είναι σοφή πολιτική κίνηση. Από τη στιγμή που ο υπουργός καλείται να ρυθμίσει μια κατάσταση αρρύθμιστη, ο πρωθυπουργός δεν επιδεικνύει ισχύ επιρρίπτοντάς του τη σχετική ευθύνη, αλλά το αντίθετό της: την αδυναμία του να ρυθμίσει την κατάσταση ο ίδιος, χωρίς δραματικές τροπολογίες. Ο,τι ξεκίνησε ως πράξη έμμεσης τιμωρίας (ας δώσουμε στον Δένδια μια αρμοδιότητα που δεν επιθυμεί καθόλου) εξελίχθηκε σε ανούσια μηχανή παραγωγής παραπολιτικού θορύβου: η κουβέντα για το ποιος θα καθαρίζει, μέχρι πού θα καθαρίζει και ποιος και με ποιον τρόπο θα επιβάλει την τάξη στον χώρο όταν αυτή διασαλεύεται είναι μια κουβέντα που μυρίζει από χιλιόμετρα επικοινωνιακή και πολιτική ήττα· μια κουβέντα που δεν συμφέρει κανέναν να γίνεται. Και όσο ο πρωθυπουργός με τον υπουργό κοντράρονται για τα μη θέματα (με γκεστ συμμετοχή του δημάρχου), τόσο ο κόσμος θα πείθεται ότι αν δεν μπορούν να διευθετήσουν τα μικρά, σίγουρα αδυνατούν να δώσουν λύσεις για τα μεγάλα.

