Ο ένας έφυγε 21 Οκτωβρίου και ο άλλος είχε γεννηθεί 23 Οκτωβρίου του 1925. Οι δύο αυτοί άνθρωποι, όμως, είχαν διασταυρωθεί και υποστηρίξει ο ένας τον άλλον σε δύσκολους και ζοφερούς καιρούς. Και οι δύο έλεγαν πάντα αυτό που πίστευαν, δεν κολάκευαν, δεν άφηναν το ρεύμα να τους παρασύρει· δημιουργούσαν το δικό τους. Τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Μάνο Χατζιδάκι χώριζαν 19 χρόνια, αλλά ένωναν πολλά, δηλωμένα ή αδήριτα. Στο αφιέρωμα για τα «100 χρόνια Μάνος» της «Κ», που κυκλοφόρησε την περασμένη Κυριακή, ο Φώτης Απέργης ανθολόγησε δύο περιστατικά: το 1972, ο Μάνος Χατζιδάκις κυκλοφόρησε τον «Μεγάλο ερωτικό». Πολλοί τον κατηγόρησαν ότι δημιούργησε, μέσα στη δικτατορία, ένα έργο «περί έρωτος». Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε υποστηρίξει τότε ότι πρόκειται για «μια κορυφαία καλλιτεχνική πράξη αντίστασης στη χυδαιότητα της χούντας». Το 1978, όταν το υπουργείο Προεδρίας απαγόρευσε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο», ο διευθυντής του Τρίτου έδωσε εντολή να μεταδίδεται καθημερινά.
Δεν είναι μόνο ότι ο ένας βιογράφησε τη ζωή μας με τους στίχους και τη μουσική του, είναι και ότι ο άλλος, παράτολμος και ενορατικός, με αυθεντική αποστροφή για τον λαϊκισμό και τη μαζικότητα, έβλεπε μπροστά από την εποχή του. Από το 1976 «είδε» την καταστροφή στην άκρατη ανοικοδόμηση και στον ασύδοτο τουρισμό. Αρκεί να ανακαλέσουμε τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» σε στίχους Νίκου Γκάτσου. «Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/ κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο/ τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα/ και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο».
«Το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σ’ έναν μύθο κοινό (…) που δεν υπάρχει στις μέρες μας. Τον σχηματίζουμε καινούργιο κι απ’ την αρχή κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε». Το υπογράφει ο Χατζιδάκις, θα μπορούσε να το έχει πει ο Σαββόπουλος.
Ο Σαββόπουλος, πάλι, δεν απαρνιέται τη γιορτή, ακόμη και μέσα στη δυστοπία: «Σε παραλίες σκουπιδοτόπων με κασετόφωνα κι εγώ/ μια πολιτεία σωριασμένη έχω σκοπό/ όλα είναι τόσο τρομαγμένα μα τ’ αγαπάω ο φτωχός/ δώσ’ μου τα λόγια επιτέλους να μην είμαι μοναχός» («Πρωτομαγιά», 1983).
Οι μελετητές του ελληνικού μουσικού τοπίου θα είχαν πολλά να πουν για τη «συνομιλία» των δύο αυτών σπουδαίων δημιουργών, που η εποχή και οι επέτειοι, εκτός από τη ζωή την ίδια, έφεραν κοντά με έναν παράδοξο, ημερολογιακά, τρόπο. Για τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι και τον Σαββόπουλο και τις μεταξύ τους σχέσεις γράφονταν διάφορα κατά καιρούς, όμως σημασία έχει ένα πράγμα: ότι όχι μόνον ο μουσικός πολιτισμός μας, αλλά ο ελληνικός πολιτισμός στο σύνολό του, δεν θα ήταν ο ίδιος χωρίς τη συναισθηματική ευφυΐα και τον δημιουργικό οίστρο τους. Συνδιαμόρφωσαν τον τρόπο που ακούμε, αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε, αντιλαμβανόμαστε, τον εαυτό μας, την κοινωνία, τον κόσμο. Οξυναν το βλέμμα και το πολιτικό κριτήριο, πλούτισαν με ηχοχρώματα τη ζωή μας και κατέγραψαν/προείδαν/επηρέασαν «μυστικά» την πορεία της χώρας.
Δεν λείπουν και σήμερα οι προικισμένοι και δημοφιλείς συνθέτες και τραγουδοποιοί. Αυτό που λείπει είναι ο στιβαρός παρεμβατικός δημόσιος λόγος, που δεν χαϊδεύει αυτιά, δεν υπολογίζει ισορροπίες και κόστη. Το τίμημα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ειδικά στη σημερινή ανεξέλεγκτη πλημμυρίδα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μάς ενώνει μέσα σ’ έναν μύθο κοινό (…) που δεν υπάρχει στις μέρες μας. Τον σχηματίζουμε καινούργιο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε». Το υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις, θα μπορούσε να το έχει πει και ο Διονύσης Σαββόπουλος.

