Οι πρόσφυγες του 1922 στον πόλεμο του 1940

3' 29" χρόνος ανάγνωσης

Η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελεί την είσοδο της Ελλάδας στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από αυτόν τίποτα στον κόσμο δεν θα είναι ίδιο, τίποτα δεν θα θυμίζει τις νοοτροπίες που προηγήθηκαν και όλα θα μπουν σε νέο πλαίσιο.

Ανατράπηκαν τα πάντα σε πολιτική, σε κοινωνική, σε οικονομική διάσταση, ακόμη και η τεχνολογία ανέτρεπε έκτοτε τον ίδιο της τον εαυτό, αρχής γενομένης από την εφαρμογή των τεχνολογιών των οπλικών συστημάτων σε μηχανήματα και σε εργαλεία για ειρηνική χρήση και παραγωγή.

Αρχής γενομένης από την ημέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν παρουσιάζεται στον Τύπο και στο ραδιόφωνο το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου, το οποίο πυκνότατο νοημάτων έλεγε: «Αι ιταλικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 05.30 πρωινής της σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Oχι πατρώου, δηλαδή των πατέρων, αλλά πατρίου, δηλαδή της πατρίδας.

Είτε «μίλησε» η καθαρεύουσα είτε η ευχέρεια του στρατιωτικού ύφους της εποχής, ή η ευχή της πατριωτικής συσπείρωσης, εξέφρασε την ουσία. Σε μια αφετηρία ενός τραγικού για την Ελλάδα πολέμου, όταν όλα είναι ρευστά και όταν όλα «παίζονται» ή θα παιχθούν, κυριαρχεί η αγωνία της εθνικής συσπείρωσης. Αγωνία για το τι θα απομείνει από τον τόπο, μέσα από τη βαρβαρότητα ενός πολέμου. Η έγνοια της πατρίδας και της επιβίωσής της υπάρχει ισχυρότερη εντός ενός μεσούντος πολέμου, που είχε σκλαβώσει ήδη τη δυτική ηπειρωτική Ευρώπη.

Πατρίδα είναι τα χώματα, οι θάλασσες, ο άνεμος, οι άνθρωποι, οι νοοτροπίες, οι μνήμες, η σύνθεση, η προσπάθεια και όποιοι αγαπάνε αυτό το σύνολο.

Η πατρίδα, το ελλαδικό πάτριο έδαφος που αναφέρει το ανακοινωθέν, είναι τότε το 1940 πολύ χλωρό, είναι πολύ φρέσκο και αποτελείτο από γη, νησιά και θάλασσα που είχαν πρόσφατα διαμορφώσει τη χώρα μας. Μόλις δεκαοκτώ χρόνια πριν από το 1940, το 1922 η Μικρασιατική Καταστροφή είχε πνίξει στα νερά του ανατολικού Αιγαίου τη Μεγάλη Ιδέα και τον επόμενο χρόνο έχουν φτάσει ανέστιοι και πένητες ενάμισι εκατομμύριο Ελλήνων και Ελληνίδων ξεριζωμένοι και ρημαγμένοι. Βρέθηκαν απέναντι στα πεντέμισι εκατομμύρια που ήδη υπήρχαν. Κυρίως όμως βρέθηκαν εδώ, απαξιωμένοι, αποδιωγμένοι και προγκισμένοι από τους ντόπιους, επίσης Eλληνες. Σαν να έφταιγαν οι ξεριζωμένοι από την Ιωνία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη για την ήττα της Μεγάλης Ιδέας και σαν να πλήρωναν για την κατάρρευση ενός εγχειρήματος, μιας εκστρατείας, που δεν σχεδίασαν και δεν χειρίστηκαν. Αρα στην αρχή του παγκοσμίου πολέμου, το ελληνικό πάτριο έδαφος βρισκόταν ακόμη υπό ηθική διαμόρφωση, με ρευστή ακόμη και μη κοινή ταυτότητα όσων ζούσαν εδώ. Οι πρόσφυγες στην αγωνία τους, στις παρυφές των πόλεων, σε ανέχεια, σε χωριστό κόσμο, με τον πόνο και τον φόβο κυρίαρχο και οι ντόπιοι στα υποτίθεται κεκτημένα μιας ζωής, χωρίς εκπλήξεις σε μια ύπαιθρο φτωχή. Και οι δύο «Ελλάδες» ζουν χωριστά, με την εθνική ιδεολογία σε κατάρρευση, με απόντα τα κοινά οράματα και ήρθε ο τραγικός, ανελέητος και βάρβαρος πόλεμος να μας φτιάξει ως κοινό όραμα την άμυνα του τόπου μας, να μας γεμίσουν περηφάνια οι θυσίες και οι πολεμικές προσπάθειες.

Προσφυγάκια γεννημένα στις παράγκες των συνοικισμών ή έχοντας φτάσει βρέφη με τα καράβια του ξεριζωμού, έχοντας βιώσει τη ρετσινιά του «ξένου», βρέθηκαν στην Πίνδο με τα τσοπανόπουλα και τα παιδιά των αγροτών, μαζί να πολεμάνε, μαζί στο χιόνι για έναν τόπο που διεκδικούσαν ως δικό τους. Χωρίς κοινά νανουρίσματα, χωρίς κοινά ακούσματα και κοινές γεύσεις, για πρώτη φορά στα πολεμικά Συντάγματα Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και άλλων μεγάλων πόλεων με προσφυγικό στοιχείο, βρέθηκαν μαζί να πολεμάνε, η Κοκκινιά με τον κεντρικό Πειραιά, η Καισαριανή με την Κυψέλη, η Καλαμαριά και η Τούμπα με το κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τόποι και ψυχές ασύμβατες έως τότε, σαν αδέλφια γονιών που συγκρούονται.

Ευτυχώς ο πόλεμος; Προφανώς όχι. Oμως μέσα και λόγω της τραγικότητάς του ενοποιεί και αναδιοργανώνει κοινωνίες και έθνη σαν τα δικά μας που αναζητούν νεοπαγή σύμβολα, που τα συντηρεί περισσότερο η θερμή εμπειρία παρά η κοινή μνήμη και ανάμνηση.

Oμως το έπος του 1940 άντεξε και αντέχει γιατί αποτελεί ορόσημο σύνθεσης και σύνδεσης. Ανέτρεψε τις «εθνικές» διαιρέσεις μας, σφυρηλατημένο από τους θανάτους και τις αναπηρίες του πολέμου και από την άμβλυνση της διαίρεσης προσφύγων και ντόπιων. Παρά τον Εμφύλιο που ακολούθησε της Κατοχής, οι διαιρέσεις μας μεταπτώθηκαν ευτυχώς σε πολιτικές. Κάτι είναι και αυτό…

*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT