Ο Νικολά Σαρκοζί υπήρξε το enfant terrible της γαλλικής Δεξιάς: ένας υπερπρόεδρος που υποσχέθηκε ρήξη με τη στασιμότητα της μετα-γκωλικής γραφειοκρατίας, αλλά κατέληξε να συμβολίζει την ηθική χρεοκοπία του πολιτικού κατεστημένου. Η πορεία του αναδεικνύει τις ρωγμές ενός μοντέλου που κυριάρχησε επί δεκαετίες υπό την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία: εναλλαγή δύο μεγάλων παρατάξεων, υπερσυγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του προέδρου και κυριαρχία της οικονομικής ορθοδοξίας.
Η εκλογή του το 2007 παρουσιάστηκε ως τομή. Στην πράξη, όμως, συμπύκνωσε την πιο επιθετική εκδοχή φιλελευθεροποίησης της οικονομίας των δεκαετιών του 1990 και του 2000: ευελιξία στην αγορά εργασίας, μείωση της προοδευτικής φορολόγησης, εμμονή στην ανταγωνιστικότητα και στο επιχειρείν ως αποκλειστικό μοχλό ευημερίας. Τα σλόγκαν περί ενεργητικότητας, αξιοκρατίας, εργασίας «της Γαλλίας που ξυπνάει νωρίς» έμοιαζαν φρέσκα, αλλά η κρίση του 2008 πολύ σύντομα αποκάλυψε τόσο τις δομικές αδυναμίες της γαλλικής οικονομίας, όσο και το χάσμα μεταξύ σαρκοζικών υποσχέσεων και κοινωνικής πραγματικότητας: διασώσεις τραπεζών, μετακύλιση του κόστους στους πολίτες και ένα αίσθημα φαβοριτισμού του κράτους προς τους ισχυρούς. Η εικόνα του «bling-bling» προέδρου, με τις στενές σχέσεις με μιντιακούς και επιχειρηματικούς κύκλους, επέτεινε αυτήν την αντίληψη. Επί των ημερών του αυξήθηκαν οι ανισότητες, διογκώθηκε το χρέος και η δυσαρέσκεια έναντι των ελίτ.
Παράλληλα, ο σαρκοζισμός μετακίνησε τον δημόσιο διάλογο προς τον άξονα νόμου και τάξης και την πολιτική των ταυτοτήτων. Η θεσμοθέτηση της Εθνικής Ταυτότητας ως πεδίου κρατικής μέριμνας και η σκληρή ρητορική για τη μετανάστευση δεν αναχαίτισαν την άνοδο της άκρας Δεξιάς· αντιθέτως, νομιμοποίησαν μια γλώσσα που για χρόνια βρισκόταν στο περιθώριο. Εκ των υστέρων γνωρίζουμε και μέσα από το γαλλικό παράδειγμα ότι όταν η Κεντροδεξιά υιοθετεί ακόμη και με φίλτρα τα θέματα της Ακροδεξιάς, οι ψηφοφόροι προτιμούν την πρωτότυπη κομματική εκδοχή αντί για το αντίγραφο. Ετσι, αντί να απορροφήσει τις ακραίες πιέσεις, το δεξιό mainstream επί Σαρκοζί τις ενίσχυσε.
Σε θεσμικό επίπεδο, η υπέρμετρη προεδροποίηση ανέδειξε τις προβληματικές πτυχές του ημιπροεδρικού πολιτικού συστήματος. Η πολιτική επί Σαρκοζί έγινε ένα διαρκές επικοινωνιακό σόου: οι fast-track μεταρρυθμίσεις, η υποβάθμιση της εσωκομματικής ζωής και η μετατροπή των κομμάτων σε εκλογικούς μηχανισμούς επιτάχυναν την αποξένωση. Η μετέπειτα κατάρρευση της παραδοσιακής Δεξιάς (UMP/Les Républicains) και η ανάδυση προσωποπαγών κινήσεων στο κέντρο δεν ήταν συγκυριακά φαινόμενα. Ηρθαν ως φυσική συνέπεια ενός κομματικού μοντέλου που είχε χάσει την κοινωνική του γείωση και μετέτρεψε σε «ευαγγέλιο» τις επιταγές της κοινής γνώμης και της επαγγελματοποίησης της πολιτικής επικοινωνίας – φαινόμενο που στη διατριβή μου ονόμασα «μεταμοντέρνα προεδροποίηση». Η κεντροδεξιά παράταξη επί Σαρκοζί έπαψε να είναι χώρος ζύμωσης συμφερόντων και ιδεών και μετετράπη σε ένα προεδροποιημένο κόμμα που λειτουργούσε με γνώμονα την κοινή γνώμη, εναρμονισμένο με τις πρακτικές και τις συμβουλές εταιρειών πολιτικού marketing.
Oι αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες του Σαρκοζί υπέσκαψαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στην πολιτική τάξη και στους θεσμούς.
Ηθικά και συμβολικά, οι αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες του Σαρκοζί υπέσκαψαν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στην πολιτική τάξη και στους θεσμούς. Η πρόσφατη φυλάκισή του λειτούργησε, ιδίως στην αφρικανική ήπειρο, περίπου σαν ηθική δικαίωση για έναν πολιτικό που σφράγισε τις σχέσεις Γαλλίας – Αφρικής με υπεροψία, διαψευσμένες υποσχέσεις και ανοιχτές πληγές. Ο Σαρκοζί πρώτα «αποκατέστησε» τον Μουαμάρ Καντάφι το 2007, προσφέροντάς του μεγαλοπρεπή υποδοχή στο Παρίσι και κλείνοντας συμφωνίες δισεκατομμυρίων· λίγα χρόνια αργότερα ηγήθηκε της επέμβασης του 2011, που κατέληξε στην ανατροπή και στη βίαιη θανάτωση του Καντάφι. Η δε τωρινή καταδίκη του για συνωμοσία με σκοπό την άντληση παράνομων λιβυκών πόρων για την εκστρατεία του 2007 προσθέτει μια ειρωνική χροιά: ο άνθρωπος που πρώτα «άνοιξε την πόρτα» στον Γκαντάφι και μετά συνέβαλε στην πτώση του βρίσκεται στη φυλακή για μια υπόθεση που τον συνέδεε αθέμιτα με το καθεστώς της Τρίπολης – κι αυτό διαβάζεται από πολλούς Αφρικανούς ως αποκατάσταση, έστω συμβολική.
Ο Σαρκοζί, λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας πρώην πρόεδρος με αντιφατικό απολογισμό. Είναι πρίσμα μέσα από το οποίο διαβάζουμε το τέλος της μεταπολεμικής γαλλικής κανονικότητας: την εξαέρωση του παλαιού διπολισμού, την επέλαση του τεχνοκρατικού κέντρου χωρίς οργανικούς δεσμούς με την κοινωνία, την ενσωμάτωση της ακροδεξιάς ατζέντας και ρητορικής στο δεξιό mainstream.
*Η κ. Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο ΕΚΠΑ.

