Η διεθνής τάξη που γνωρίζαμε έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η εποχή της φιλελεύθερης ομαλότητας έδωσε τη θέση της σε ένα άναρχο, ανταγωνιστικό σύστημα, όπου η ισχύς προηγείται της νομιμότητας. Σε αυτό το σκληρό περιβάλλον του «συναλλακτικού ρεαλισμού», η απλή επίκληση του διεθνούς δικαίου, αν και παραμένει ορθή, δεν συνιστά ολοκληρωμένη στρατηγική επιβίωσης. Η προσκόλληση σε αυταπάτες και παρωχημένα στερεότυπα δεν αποτελεί πλέον απλώς σφάλμα ανάλυσης, αλλά συνιστά θανάσιμη απειλή.
Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η Ελλάδα πραγματοποιεί την οριστική μετάβαση από αγκυροβολημένος «δέκτης ασφάλειας» σε αξιόπιστο και απαραίτητο «πάροχο περιφερειακής σταθερότητας» για τα δυτικά συμφέροντα. Αυτός είναι ο πυρήνας μιας στρατηγικής που δεν ζητάει προστασία, αλλά προσφέρει συγκεκριμένες λύσεις. Επιδιώκοντας την ουσιαστικότερη γεωπολιτική αναβάθμιση της χώρας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αναπτύσσεται μεθοδικά σε τρεις κεντρικούς άξονες.
Α. Ο άξονας των ΗΠΑ: Ενέργεια και στρατηγικό ανάχωμα
Στον πρώτο άξονα, η ελληνική πρόταση αξίας προς την Ουάσιγκτον είναι σαφής: η ανάδειξη της χώρας σε αντίβαρο εξισορρόπησης έναντι μιας αυτόνομης στρατηγικά Τουρκίας. Η Ελλάδα μετατρέπεται από «κράτος πρώτης γραμμής» σε «έθνος-πλαίσιο» που οργανώνει την περιοχή του. Κορυφαία έκφραση είναι η αναβάπτιση του σχήματος «3+1» (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, ΗΠΑ), με το οποίο η Αθήνα παρουσιάζει στην Ουάσιγκτον ένα συνασπισμό που υλοποιεί την αμερικανική αρχή του «επιμερισμού των βαρών».
Η ενέργεια αποκτά κεντρικό ρόλο, καθώς οι διαφορές στην Αν. Μεσόγειο συνδέονται με το ενεργειακό. Η Τουρκία δηλώνει παρούσα, αλλά η δυναμική γεννά δυνατότητες διευθετήσεων, τις οποίες οι ΗΠΑ αξιολογούν θετικά. Η Ελλάδα αξιοποιεί τον ρόλο της ως ενεργειακού κόμβου, λειτουργώντας ως «στρατηγικό ανάχωμα» που εφαρμόζει τη «στρατηγική άρνησης» του νέου αμυντικού δόγματος των ΗΠΑ. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στην αποτροπή κρίσεων, εξοικονομώντας για την Αμερική το κόστος διαχείρισης. Αυτή η προληπτική στρατηγική ενσωματώνει την Αθήνα βαθύτερα στον δυτικό σχεδιασμό, ώστε οποιαδήποτε πιθανή «μεγάλη συμφωνία» Ουάσιγκτον – Aγκυρας εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων να καθίσταται απαγορευτικά δαπανηρή για τα αμερικανικά συμφέροντα.
Β. Ο άξονας της Ε.Ε.: Διεκδίκηση συνιδιοκτησίας
Παράλληλα, απαιτείται ένας στιβαρός ευρωπαϊκός πυλώνας. Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει μαχητικά την «αξίωση συνιδιοκτησίας» του δυτικού ανοίγματος προς την Τουρκία. Ο στόχος είναι διπλός: Πρώτον, να ενισχύσει το (συχνά χαμηλό) δυτικό ενδιαφέρον για τα ελληνοτουρκικά, αναδεικνύοντας τη στρατηγική αξία της περιοχής. Δεύτερον, να δεσμεύσει την Αγκυρα και τους εταίρους στη συνδιαμόρφωση μιας αρχιτεκτονικής περιφερειακής ασφάλειας.
Αυτό προϋποθέτει έναν οδικό χάρτη για μια έντιμη συνεννόηση στις θαλάσσιες ζώνες, συμβατή με το Δίκαιο της Θάλασσας και τη διεθνή νομολογία. Η Αθήνα καλείται να αναλάβει πρωτοβουλίες για μια ειδική σχέση Ε.Ε. – Τουρκίας, βασισμένη σε σαφείς δικλίδες και γεωπολιτικές εγγυήσεις, αποφεύγοντας την πολιτική της «άδειας βιτρίνας» που στο παρελθόν εξουδετέρωσε την ευρωπαϊκή μόχλευση.
Γ. Το εσωτερικό μέτωπο: Υπέρβαση της παθητικότητας
Η επιτυχία αυτής της εξωστρέφειας, ωστόσο, εξαρτάται απόλυτα από την υπέρβαση της εσωτερικής μας αδυναμίας: του διαιρετικού λαϊκισμού. Ο «μυγιάγγιχτος ηττοπαθής εθνικισμός» είναι η μεγαλύτερη απειλή. Τρέφεται από τη φοβική ψευδαίσθηση πως η Ελλάδα «τα έχει ήδη όλα» και ο χρόνος κυλά υπέρ της, υποτιμώντας το κόστος της αδράνειας. Αυτή η νοοτροπία, σε συνδυασμό με το βαρύ θυμικό φορτίο, εγκλωβίζει το πολιτικό σύστημα: κάθε κυβέρνηση φοβάται το κόστος μιας έντιμης συνεννόησης, ενώ κάθε αντιπολίτευση είναι έτοιμη να την καταγγείλει ως «μυστική διπλωματία» και ήττα.
Η πρόσφατη ιστορία είναι αμείλικτη. Η ουκρανική αντίσταση κατέδειξε ότι η υπεράσπιση της κυριαρχίας απαιτεί την ικανότητα στρατηγικού πλήγματος. Η Ελλάδα θωράκισε ταχύτατα την άμυνά της. Ομως, ο πατριωτικός ρεαλισμός επιβάλλει να εξετάσουμε πως η δυνατότητα της χώρας να ακολουθεί επ’ άπειρον τους τουρκικούς εξοπλισμούς είναι οικονομικά επαχθής. Το αποτέλεσμα αυτής της εσωστρέφειας είναι η παθητικότητα. Μια ακινησία που οδηγεί στην περιθωριοποίηση και επιτρέπει στην Τουρκία να αυτοπροβάλλεται ως η διεκδικήτρια που αποκλείεται, εκκινώντας κύκλους μαξιμαλισμού. Αν η Αθήνα παραμείνει ακίνητη, η Αγκυρα θα καλύψει το κενό.
Το σύγχρονο «ΟΧΙ» που απαιτεί η εποχή είναι η απόρριψη της παθητικότητας και του ηττοπαθούς εθνικισμού που οδηγούν στην ακινησία.
Το σύγχρονο πατριωτικό διακύβευμα ορίζεται από το δίλημμα μεταξύ στρατηγικής προσαρμογής και παθητικής αδράνειας. Η Ελλάδα τιμά το «ΟΧΙ» του 1940. Eκείνη η απόφαση δεν ήταν ηττοπαθής απομόνωση, αλλά η υπέρτατη πράξη ρεαλισμού και εθνικής δράσης απέναντι σε έναν υπαρξιακό κίνδυνο. Η σημερινή πρόκληση, αν και διαφορετική, έχει την ίδια βαρύτητα. Το σύγχρονο «ΟΧΙ» που απαιτεί η εποχή είναι η απόρριψη της παθητικότητας και του ηττοπαθούς εθνικισμού που οδηγούν στην ακινησία. Ο πατριωτισμός που χρειαζόμαστε είναι εκείνος που, όπως τότε, ενώνει, τολμά και μετατρέπει την άρνηση της υποταγής σε «ΝΑΙ» στη μαχητική διεκδίκηση και στην ενεργό προσαρμογή, ως μόνη εγγύηση επιβίωσης και ευημερίας.
*Ο κ. Σωτήριος Σέρμπος είναι ειδικός σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής του πρωθυπουργού, αναπλ. καθηγητής στο ΔΠΘ.

