Πραγματικά δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί γίνεται τόση φασαρία για τον τρόπο προστασίας του Μνημείου του Αγνωστου Στρατιώτη. Υπάρχει κανείς που να θεωρεί ότι δεν πρέπει να σεβόμαστε τον χώρο και ότι αυτός δεν πρέπει να προστατεύεται με κάποιον τρόπο; Νομίζω κανείς – αν εξαιρέσουμε κάποιους πολιτικά περιθωριακούς. Από την άλλη, επίσης κανείς δεν αμφισβητεί το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Κι όμως. Ενα ζήτημα που θα μπορούσε να λυθεί απλά και με κάποια στοιχειώδη συνεννόηση, καταλήγει να βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής σύγκρουσης. Αυτό οφείλεται εξίσου στους σπασμωδικούς χειρισμούς της κυβέρνησης και στις καιροσκοπικές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, σε οτιδήποτε έχει να κάνει με τα Τέμπη. Αυτό το φοβερό δυστύχημα, από τα χειρότερα στην πρόσφατη ιστορία μας, ανέδειξε πλήρως την παθογένεια του πολιτικού μας συστήματος, το οποίο απέτυχε παταγωδώς στην αντιμετώπισή του.
Το ερώτημα είναι, όπως είπαμε, απλό: Ο στόχος της κυβέρνησης, όπως δηλώθηκε, είναι η προστασία του μνημείου. Καλώς. Το ζητούμενο όμως είναι το πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή η προστασία χωρίς να θιγεί η ελευθερία συνάθροισης, δηλαδή το δικαίωμα της πολιτικής διαμαρτυρίας. Θα πρόσθετα και κάτι παραπάνω: το δικαίωμα διαμαρτυρίας δεν είναι απλώς αδιαπραγμάτευτο αλλά αποτελεί το θεμέλιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης. Διότι σ’ αυτό διαφέρει η φιλελεύθερη δημοκρατία από όλα τα άλλα πολιτικά συστήματα που ανεξαρτήτως των διαφορών τους έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την απαγόρευση της διαμαρτυρίας και τον περιορισμό της έκφρασης.
Μπορούν αυτά τα ιερά (στις φιλελεύθερες δημοκρατίες μόνο) δικαιώματα να περιοριστούν; Ορισμένοι εύλογοι περιορισμοί, με μικρό κόστος στον περιορισμό της ελευθερίας, είναι συνήθεις σε κάθε φιλελεύθερη δημοκρατία. Για παράδειγμα: το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς συμβολίζει τη θυσία για την πατρίδα και λειτουργεί ως χώρος εθνικής ενότητας και συλλογικής μνήμης. Είναι εύλογο ένα κράτος να επιδιώκει την προστασία και τον σεβασμό ενός τέτοιου μνημείου από ενέργειες που θα μπορούσαν να το βεβηλώσουν ή να το μετατρέψουν σε σκηνικό αντιπαράθεσης. Είναι τόσο φοβερό να υπάρξει ένας περιορισμός που να αφορά αποκλειστικά τον άμεσο χώρο του μνημείου, δηλαδή την επιφάνεια ακριβώς μπροστά του; Κατ’ αρχήν όχι. Ας σκεφτούμε το εξής: υπάρχουν μνημειακοί χώροι σε άλλες πρωτεύουσες που να προστατεύονται με παρόμοιο τρόπο; Ναι, σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ακόμα και στις καλύτερες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Αλλά η διαφορά εκεί είναι η εξής: οι χώροι αυτοί, τις περισσότερες φορές, δεν χρειάζεται να προστατεύονται με ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις, διότι οι διαδηλωτές δεν διανοούνται να τους βεβηλώσουν. Συνήθως υπάρχει ένα απλό κορδόνι ή μια λεπτή αλυσίδα – και αυτό αρκεί ως ένας άγραφος κανόνας, κοινά αποδεκτός. Κανονικά θα έφτανε αυτό και σ’ εμάς: κανείς δεν θα έπρεπε να επιθυμεί να προσβάλει βάναυσα τους δεσμούς που μας ενώνουν. Αλλά στην Ελλάδα αυτοί οι άγραφοι κανόνες που θα προστάτευαν το μνημείο δεν υπάρχουν – ο δημόσιος χώρος θεωρείται ιδιοποιήσιμος κατά βούληση.
Εάν ο νέος νόμος χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για καταστολή διαδηλώσεων τότε θα έχει πληγεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Αρα καλώς τον προστατεύει τώρα η κυβέρνηση; Η απάντηση δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη της τη συγκυρία αλλά και τις εναλλακτικές. Δυστυχώς η κυβέρνηση το κάνει σε λάθος στιγμή και με λάθος τρόπο. Οπότε οξύνει την κατάσταση και μετατρέπει τον χώρο σε πεδίο μιας ακόμα πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ο σεβασμός στα μνημεία είναι απαραίτητος, αλλά ο σεβασμός στο δικαίωμα ειρηνικής διαμαρτυρίας των πολιτών είναι σημαντικότερος. Η (συνταγματική) αρχή της αναλογικότητας μας βοηθά να διατηρήσουμε την ισορροπία: πρέπει να επιλέξουμε το λιγότερο επαχθές μέτρο για την επίτευξη ενός σκοπού με τον οποίο συμφωνούμε όλοι: την προστασία του εθνικού μας μνημείου. Αυτός μπορεί να διασφαλιστεί με στοχευμένα μέτρα (συμβολική περιφρούρηση του άμεσου χώρου) αντί κανόνων που δίνουν την εντύπωση της φίμωσης του δημόσιου χώρου σε συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία. Εάν ο νέος νόμος χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα για καταστολή διαδηλώσεων τότε θα έχει πληγεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Αντιθέτως, εάν εφαρμοστεί με φειδώ και με σύνεση, στοχεύοντας αποκλειστικά σε ενέργειες που συνιστούν πραγματική βεβήλωση, τότε μπορεί να αποτελέσει πρότυπο θεσμικής ισορροπίας.
*Ο κ. Αριστείδης Ν. Χατζής είναι καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών και διευθυντής του Εργαστηρίου Πολιτικής και Θεσμικής Θεωρίας και Ιστορίας των Ιδεών στο ΕΚΠΑ.

