Οταν το βράδυ της Τρίτης έμαθα για την εκδημία του Διονύση Σαββόπουλου ανασύρθηκε από τα έγκατα του ασυνειδήτου μια βουλιαγμένη εικόνα, μια τρεμάμενη σκηνή της παιδικής ηλικίας. Ηταν η νύχτα του μεγάλου σεισμού του 1981 στον Κορινθιακό Κόλπο και οι γονείς μας, τρομοκρατημένοι και άμαθοι από σεισμούς αυτού του μεγέθους, μας πήραν πανικόβλητοι με το αυτοκίνητο και διανυκτερεύσαμε οικογενειακώς στην κοντινή μονοκατοικία ενός φιλικού τους ζευγαριού. «Οι μονοκατοικίες ήταν πολύ πιο ασφαλείς από τα διαμερίσματα», όριζε μια πολύ δημοφιλής δοξασία εκείνων των ημερών, που μου φαίνεται ακόμα αρκετά λογικοφανής.
Ενώ δεν ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν το συγκεκριμένο σπίτι, το βλέμμα μου κόλλησε στο εξώφυλλο ενός δίσκου δίπλα στο πικάπ και στο τζάκι. Ηταν το «Φορτηγό», ο παρθενικός –και ήδη «παλιός» τότε– δίσκος του Σαββόπουλου. Σήμερα αναρωτιέμαι γιατί φιγουράριζε πρώτος-πρώτος στη σειρά με τα δεκάδες βινύλια του Κώστα και της Χαράς, ενώ μετά βεβαιότητος θα υπήρχαν πολύ νεότερα αποκτήματα στην εκλεκτή συλλογή τους – προφανώς και από τη δισκογραφία του ίδιου του Σαββόπουλου που τον λάτρευαν, άλλωστε ήταν (είναι) η γενιά του Σαββόπουλου. Αραγε να είχαν επιστρέψει το βράδυ του σεισμού σε κάποιο πρωτόλειο άκουσμα εκείνου του παρθενικού ταξιδιού στο σαββοπουλικό σύμπαν; Κανείς δεν ξέρει.
Μαζί με τους δημιουργούς αποχαιρετάμε κομμάτια του δικού μας βίου, πρόσωπα, αναμνήσεις, σπαράγματα μιας άλλης, περασμένης ζωής.
Αυτό που μπορώ να πω με μεγαλύτερη σιγουριά είναι τι είχε τραβήξει εμένα σ’ αυτό το εξώφυλλο. Σίγουρα θα ήταν η ανορθόδοξη γραμματοσειρά με το ένθετο σκιτσάκι του τραγουδοποιού στο δεύτερο «όμικρον» που –στο δικό μου μυαλό– απευθυνόταν περισσότερο σε παιδιά και λιγότερο σε ενηλίκους.
Πάντως έτσι έμαθα τον Σαββόπουλο. Δύο χρόνια μετά ήθελα σαν τρελός να πάω στο Ολυμπιακό Στάδιο (αλλά ήμουν πολύ μικρός για να με αφήσουν), με έπιανε μανία κάθε φορά που άκουγα το «Ας κρατήσουν οι χοροί» (εν μέρει γιατί στις πρώτες στροφές ο Σαββόπουλος έλεγε το σχετικά σπάνιο όνομα του μεγαλύτερου αδελφού μου) και στις 11 Οκτωβρίου του 1986 ήμασταν στημένοι οικογενειακώς μπροστά από την τηλεόραση για να δούμε την πρεμιέρα του «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
Ενας φίλος, την επαύριον των άσχημων νέων, μου εξομολογήθηκε ότι τον πήραν τα κλάματα «στα καλά καθούμενα» όταν έμαθε τι είχε συμβεί. «Δεν ήταν δικός μου άνθρωπος, δεν είχα πάει ούτε μισή φορά να τον δω, απλά μου άρεσαν τα τραγούδια του», απολογήθηκε συνεσταλμένα. Να όμως που τα τραγούδια δεν έρχονται και μας βρίσκουν μόνα τους. Τα συνδέουμε με εικόνες, με στιγμές, με συναισθήματα, με ανθρώπους. Για αυτό γίνονται τόσο σημαντικά μέσα μας. Οταν λοιπόν φεύγει αυτός που τα έφτιαξε, νιώθουμε ότι μαζί του χάνονται και οι στιγμές, οι εικόνες, όσα νιώσαμε τότε, και, κυρίως, οι άνθρωποι – ακόμα κι αν τους έχουμε χάσει ήδη μία φορά. Τι να κάνουμε; Αυτό είναι το μεγαλείο των πολύ μεγάλων δημιουργών. Είναι μαζί μας κι όταν έχουν φύγει. Ιδίως τότε.

