Στα λεωφορεία όταν δεν έχεις να πληρώσεις το εισιτήριο και, εάν παρά ταύτα, τοποθετήσεις την κάρτα σου στο μηχάνημα, ακούς έναν ήχο που θα άρμοζε σε τηλεπαιχνίδι γνώσεων. Είναι ένας ήχος απόρριψης. Όταν παίρνω το τρόλεϊ διάφορες αξιοπρεπείς γυναίκες ντρέπονται που απορρίπτεται η κάρτα τους. Πρωί πρωί κι έχουν ήδη δώσει την λάθος απάντηση.
Οι πίστες της καθημερινότητας είναι απείρως δύσκολες για τους νέους επαγγελματίες. Γραφείο τους είναι το λάπτοπ τους, αρχείο το cloud, αφεντικό τους κάποιος μπούμερ. Δεν έχουν χώρο. Ο χώρος είναι πάρα πολύ ακριβός-ο οποιοσδήποτε χώρος. Τα ακίνητα δεν προσφέρονται προς τους Έλληνες, αλλά προς ανθρώπους που έχουν εισοδήματα αλλοδαπής. Αυτό μπορείς να το καταλάβεις από τη διαφήμιση.
Όταν προσγειώνεσαι στην Αθήνα οι διαφημίσεις στο αεροδρόμιο σε καλούν-στην αγγλική γλώσσα-να διερευνήσεις την πιθανότητα κάποιας επένδυσης στο real estate. Οι ίδιες υπηρεσίες διαφημίζονται σε ακριβές περιοχές της πόλης (Μετς, Ακρόπολη κλπ.), αλλά και οπουδήποτε ενδέχεται να συχνάζουν άνθρωποι με «οικονομική άνεση». Εάν μιλήσει κανείς με expats (προνομιούχους μετανάστες που ζουν Ελλάδα εργαζόμενοι αλλού ή έχοντας περιουσία από αλλού), θα ακούσει πως η Αθήνα έχει χώρο και πως οι τιμές είναι σχετικά «οκέι», για να στεγάσουν το αποτυχημένο στούντιο τους ή για να κατοικήσουν επιτέλους στο Παγκρατολόφτ που ονειρεύτηκαν όταν χιόνιζε στον Καναδά.
Την ίδια ώρα, αρκετοί άνθρωποι που όντως δουλεύουνε στην Ελλάδα σε αληθινές δουλειές (γιατί οκέι, ίσως μπορούμε να ζήσουμε με λιγότερα «χειροποίητα brands» για άφυλα ρούχα), περνάνε τον χρόνο τους προσθαφαιρώντας στοιχεία στην εξίσωση που δεν βγαίνει. Τα ακίνητα που διατίθενται προς ενοικίαση, είναι πανάκριβα, διαθέτουν, όμως, «θέση για πλυντήριο» και ηλεκτρικές συσκευές που δεν συγκινούν τον παλιατζή. «Διαμπερές, φωτεινό» ημιυπόγειο. «Διαθέτει πόρτα ασφαλείας» το υπόγειο, στην βαθιά Ομόνοια-μόνο 400 ευρώ. «Ανακαινισμένο, αλλά χωρίς θέρμανση» το ακίνητο 600 ευρώ στα Πετράλωνα-30 τετραγωνικά. Αυτό είναι το κτιριακό απόθεμα στο οποίο έχουν πρόσβαση οι νέοι επαγγελματίες.
Οι Έλληνες εγκαταλείπουν τα γονεικά σπίτια γύρω στα 31. Αυτή η νηπιοποίηση τεράστιας μερίδας του πληθυσμού έχει να κάνει με τη στεγαστική κρίση, τους χαμηλούς μισθούς και το πνιγηρό ύψος των τιμών των τροφίμων, τα καταθλιπτικά ποσά σε λογαριασμούς ρεύματος. Συνδέεται με την ελληνική νοοτροπία, που δεν περιλαμβάνει εργασιακή ηθική και δεν ανάγει την πειθαρχία, την επαγγελματική εντιμότητα και την ανεξαρτησία σε αρετές, όπως συμβαίνει σε άλλες κουλτούρες. Όλ’ αυτά κατατρώνε τα θετικά μας στοιχεία. Έτσι, αρκετοί άνθρωποι αισθάνονται αδιέξοδο στα 30 και τα 45. Συχνάζουν στα στέκια της φοιτητικής ζωής τους σιγοτραγουδώντας νοσταλγικά: «δεν μ’ αρέσουν τα πάρτι/δεν έχω αυτό το κάτι/του party animal».
Πόσες ευκαιρίες υπάρχουν να κάνει κανείς αυτό που αγαπά όταν το τραπεζικό σύστημα έχει «καεί» από τις προηγούμενες γενιές και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους; Τι μέλλον έχει μία χώρα που ουσιαστικά απο-επενδύει στο ανθρώπινο δυναμικό, τρέπει μορφωμένα άτομα σε ισόβιους υπαλλήλους, παρόχους υπηρεσιών, μπαρίστα, λογιστές, δυστυχισμένους δικηγόρους, λάιφ κόουτς/γυμναστές και άλλα πράγματα που έχουν υψηλή ζήτηση στην οικονομία του φρέντο εσπρέσο;
Αμέτρητοι άνθρωποι εργάζονται ήδη 13 ώρες, ειδικά εάν συνυπολογιστεί η εργασία στο σπίτι. Πιστεύω πως δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημά τους. Το θέμα τους είναι πως δεν κάνουν αυτό που αγαπούν, γιατί δεν είχαν τις υλικές βάσεις να το προσπαθήσουν. Το θέμα τους είναι πως αυτό που κάνουν δεν τους χορηγεί την υλική ανταμοιβή που θα μπορούσε να δικαιολογεί την προσπάθεια κι ο μόνος λόγος γι αυτό είναι η χώρα, επειδή το κάνουν στην Ελλάδα. Οι νέοι επαγγελματίες έχουν την αίσθηση πως έφτασαν στο πάρτι πολύ αργά, στο συμμάζεμα. Κι όχι μόνο αυτό: οι μεγαλύτερες ηλικίες μάς κουνάνε και το δάχτυλο για τον θόρυβο.

