Από την έναρξη της δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ κατέστη σαφής η επιθυμία, η πρόθεση και τελικά η ενασχόλησή του με την επίλυση περιφερειακών διενέξεων. Κάποιοι διαφωνούν με το ύφος και τη ρητορική που χρησιμοποιεί, και συχνά την υπερβολή σχετικά με τον βαθμό εμπλοκής του, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις, μετά την άμεση ή έμμεση παρέμβασή του, υπήρξε αλλαγή σκηνικού, τερματίστηκαν συρράξεις, υπογράφηκαν συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός ή ακόμη και ειρήνης.
Με αυτό το σκεπτικό, εδώ και μήνες επισημαίνεται το ενδεχόμενο να επιδιώξει κάποια στιγμή αλλαγή σκηνικού και μεταξύ των δύο στενών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ελλάδας και της Τουρκίας, με στόχο την ομαλοποίηση των σχέσεών τους.
Η όποια πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα περιορισθεί στο αυστηρά διμερές επίπεδο Αθήνας – Αγκυρας, αλλά θα έχει και ευρύτερες περιφερειακές προεκτάσεις, καθώς ειδικότερα τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών αφορούν και άλλες χώρες της περιοχής, κάποιες εκ των οποίων είναι επίσης στενοί σύμμαχοι της Ουάσιγκτον, και με σημαντικό διπλωματικό αλλά και θρησκευτικό αποτύπωμα, όπως η Αίγυπτος.
Κυριαρχούν οι συναλλακτικές σχέσεις, αλλά σε αυτό το περίπλοκο σκηνικό δεν μπορεί να αγνοη- θεί η μόνη βασική σταθερά του Δικαίου της Θάλασσας.
Αν στην εξίσωση προσθέσει κανείς και τα αμερικανικά συμφέροντα που διακυβεύονται στην περιοχή, προεξαρχόντων των ενεργειακών, καταλήγει αβίαστα στο ενδεχόμενο πρωτοβουλίας Τραμπ, η οποία δεν θα έχει μόνο γεωπολιτικά και εμπορικά κίνητρα, αλλά και εκλογική στόχευση όσον αφορά την ελληνοαμερικανική κοινότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, και μετά την προβολή από τον συμπέθερο του Αμερικανού προέδρου και ειδικό σύμβουλο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για αφρικανικές και αραβικές υποθέσεις, Μασάντ Μπούλος, της σκέψης για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, η Αθήνα επέλεξε να «βγει μπροστά» προβάλλοντας το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να αναπτυχθεί η όποια πρωτοβουλία συνεργασίας, και σε αυτό περιλαμβάνεται φυσικά και η Κύπρος.
Δεν είναι εύκολη μια συνολική διευθέτηση όπου κάθε χώρα θα αποτιμά τα οφέλη που θα εξασφαλίσει ως σημαντικότερα των συμβιβασμών που θα κληθεί να κάνει, και στο ίδιο πλαίσιο ούτε η δημιουργία ενός μηχανισμού που θα ικανοποιεί ταυτόχρονα τις προσδοκίες και τα συμφέροντα της Ελλάδας, της Κύπρου, της Τουρκίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης.
Σε κάθε περίπτωση, αν και είμαστε σε εποχή συναλλακτικών σχέσεων, το σκηνικό της Ανατολικής Μεσογείου είναι τόσο περίπλοκο που η όποια πρωτοβουλία δεν μπορεί να αγνοήσει τη μόνη βασική σταθερά που είναι το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ προφανώς δεν νοείται να υπάρχουν απειλές πολέμου μεταξύ αυτών που καλούνται να συνυπάρξουν και να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις.

