Είχε πάντα μια ωραία αίσθηση του timing ο Νιόνιος. Ετσι «αποφάσισε» να πεθάνει λίγες ώρες μετά τη συζήτηση για τον Αγνωστο Στρατιώτη. Εκεί που τσακωνόμασταν αν αυτό που μας ενοχλεί είναι η αισθητική του αυτοσχέδιου τύμβου των Τεμπών ή το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας καθαυτό, αν για παράδειγμα παλιότερα ο κύριος με το Απερολ και το αίτημα για παραμονή στην Ευρώπη ήταν οκέι, όχι όμως κεράκια, ονόματα με κιμωλία, σκηνές και απεργοί πείνας μπροστά στη Βουλή, άρχισαν τα κινητά να γεμίζουν ειδοποιήσεις, τραγούδια, φωτογραφίες κι αναμνήσεις.
Υποχώρησε τότε η τοξικότητα κι έγινε ένα συλλογικό «Ολαρία ολαρά», λίγο πένθιμο, αλλά ρυθμικό. Ολοι έψαχναν να καθρεφτιστούν στον δικό τους Σαββόπουλο: τον αριστερό, τον νεοορθόδοξο, τον πατριώτη, τον Ευρωπαίο, τον παραμυθά, τον ράπερ, τον ροκά, τον λαϊκό, τον έντεχνο, τον πανηγυρτζή. Αναζητούσαν τη φωτογραφία-στιγμιότυπο που δίνει νόημα στη δική τους εκδοχή του Σαββόπουλου: με τιράντες και γυαλιά, μακριά μαλλιά, κουρεμένο, τροφαντό ή εύθραυστο, κρατώντας μια σημαία από νάιλον.
Είχε το ίδιο όνομα με τον εθνικό μας ποιητή: Διονύσιος. Το παρατσούκλι «Νιόνιος», όμως, δείχνει πόσο έχουμε οικειοποιηθεί όλοι ένα θραύσμα του, αυτό που μας ταιριάζει και μας ανήκει. Ενα αγόρι προσχολικής ηλικίας τραγουδούσε στο Ινσταγκραμ τον «Καραγκιόζη» και απαιτούσε από τη μαμά του ακομπανιαμέντο· μια Gen Z ψηφιακή νομάς δάκρυσε με το «Περιβόλι του τρελού» γιατί της θύμιζε τα road trip με τους γονείς της· ο μπούμερ αριστερός που ένιωσε προδομένος από τον ύστερο Σαββόπουλο δεν μπόρεσε να κρύψει πίσω από την ιδεολογική οργή τη συγκίνηση για τις μνήμες από τις πρώτες εμφανίσεις του στην μπουάτ.
Μουσικοί περιέγραψαν τη γενναιοδωρία του, συγγραφείς τον έχρισαν –ξανά– εγχώριο Ντίλαν και του απένειμαν το δικό τους Νομπέλ Λογοτεχνίας, πολιτικοί προσπάθησαν να υπερβούν τη γραφειοκρατική γλώσσα, να δανειστούν από τα τραγούδια του για να τον αποχαιρετίσουν. Οι περισσότερες νεκρολογίες όμως ηχούν παράταιρες, πομπώδεις και υπερβολικές για έναν τραγουδοποιό και στιχουργό τόσο γήινο, τόσο παρόντα.
Ο ίδιος ήξερε πως η μεγάλη του αρετή ήταν η προφορικότητα, «μια παράδοση παλαιότερη από τη γραφή», το έλεγε στις συνεντεύξεις του. Γι’ αυτό έμειναν οι ξένοι φίλοι μας, που νομίζουν πως ξέρουν καλά την Ελλάδα, με την απορία: «Μα γιατί κλαίτε όλοι; Δεν ήταν δα κι ο Ρουβάς». Αντε, τώρα, να εξηγείς…

