Όταν συναντώ κάποιον αμετανόητο σεξιστή από μια ηλικία και πάνω πλέον τα παρατάω. Ειδικά έαν ο άνθρωπος δεν έχει παιδιά, εξουσία ή κάποιον άμεσα εμπλεκόμενο να βλάψει. Δεν είναι δική μου δουλειά να εκπαιδεύω τους πάντες έχω αποφασίσει. Μερικοί άνδρες είναι καμένα χαρτιά. Ζουν μέσα σε μία παγίδα κακεντρέχειας, χρεών, φτώχειας της τρίτης ηλικίας, στέρησης, χωρίς σύντροφο ή φίλες ή αντιμετωπίζοντας άλλα προβλήματα. Δεν με αφορά η ζωή τους, λέω στον εαυτό μου, δεν με επηρεάζει. Παρόλο που φυσικά μ’ επηρεάζει. Αφού εγώ είμαι οι άλλοι, μέσα στο ίδιο πλέγμα ζούμε.
Αγωνιώ κανονικά, όμως, για τα νέα αγόρια που καταστρέφονται νωρίς εντασσόμενα σ’ έναν κύκλο βίας σε βάρος των γυναικών. Σκέφτομαι την χθεσινή γυναικοκτονία-μητροκτονία. Ένα αγόρι, δεκαοκτώ χρονών, στον τόπο καταγωγής μου, φέρεται να δολοφόνησε τη μητέρα του. Η γυναίκα ήταν στη μέση ηλικία. Δημοσιογράφοι την χαρακτήρισαν «άτυχη». Δελτία είπαν: «αναζητώνται οι λόγοι που». Υπάρχουν λόγοι, για να σκοτώσεις μια γυναίκα, μένει μόνο να τους βρει το «ρεπορτάζ».
Το αγόρι, εντωμεταξύ, τη χάλασε τη ζωή του, δεν έχει ζωή. Πιθανόν να καταλήξει στα υπερπληθή, κακοσυντηρημένα σωφρονιστικά καταστήματα όπου λόγω αυστηροποίησης των ποινών επικρατεί το αδιαχώρητο. Εάν θέλει να ξαναέχει ζωή θα πρέπει να περάσει μια μακρά διαδικασία επανένταξης, έναν γολγοθά για τον οποίο το ελληνικό κράτος θα αδιαφορήσει. Αλλά, γενικά, ποιος νοιάζεται τα νέα αγόρια;
Όταν είσαι δεκαοκτώ, λίγο πολύ, είσαι εντελώς πανηλίθιος. Ιδέα δεν έχεις τι σου γίνεται. Οι ορμόνες; Χάος. Οι στόχοι, το σχολείο, οι οικονομικές πιέσεις, όλα μαζί τρικυμία. Μπορείς άνετα να μπλέξεις από νωρίς. Να μάθεις να μισείς τα κορίτσια, να μάς τραβάς τα μαλλιά, να μάς υπονομεύεις, να μάς μιλάς σαν σε σκουπίδια ή απλώς να μην μας κάνεις παρέα. Ο δεκαοκτάχρονος που φέρεται να σκότωσε τη μαμά του θα είχε μπλέξει οπωσδήποτε με μία δέσμη ιδεών σχετικά με το πώς φέρεται ένας «σωστός άνδρας». Θα είχε ακούσει πως πρέπει «να πάρει την κατάσταση στα χέρια του». Μπορεί να περνιόταν για μεγάλος στα 18. Όπως σε όλες τις προβληματικές οικογένειες, το παιδί χάνει την ευκαιρία να είναι παιδί.
Θα είχε μεγαλώσει εισπνέοντας μίσος για τις γυναίκες. Θα είχε δει τους άλλους άνδρες να θεωρούν απολύτως αυτονόητες τις δωρεάν υπηρεσίες των γυναικών συγγενών τους. Θα είχε γαλουχηθεί με την ιδέα πως δεν έχουμε μυαλό, δική μας στόχευση, επιθυμίες, αλλά μονάχα όμορφο πρόσωπο και ικανότητα για φροντίδα. Θα είχε νιώσει τεράστια την ανάγκη για φροντίδα και τρυφερότητα. Την ανάγκη που η κοινωνία μας δεν αναγνωρίζει στα νέα αγόρια. Θα είχε δει το έρεβος των ψυχολογικών ν’ ανοίγεται μπροστά του χωρίς, πάλι, να βρίσκει κάποια υγιή διέξοδο για όλ’ αυτά.
Στα σχολεία δεν υπάρχουν καλλιτεχνικά μαθήματα, άθληση και εγκαταστάσεις για να ξεδίνει κανείς-τουλάχιστον όχι στα δημόσια σχολεία των Τρικάλων που πήγαμε εμείς. Γίνονται βήματα στο πεδίο της συμβουλευτικής, του μπούλινγκ κλπ., αλλά η συστηματική υποτίμηση της εργασίας των εκπαιδευτικών και η υποχρηματοδότηση υπονομεύουν τα πάντα. Η ζωή του ξεκινούσε με τα λάθος φύλλα της τράπουλας, δεν ήταν, ωστόσο, προκαθορισμένη. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να του είχε μάθει να λύνει τα προβλήματά του αλλιώς.
Το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο θα μπορούσαν να του είχαν υποσχεθεί πειστικά πως θα τον βγάλουν από τη λάσπη της αφετηρίας του. Όμως, τώρα, στην Ελλάδα, αυτή η υπόσχεση δεν ακούγεται πειστική. Αρκετά νέα αγόρια, χωρίς ποτέ να φτάσουν στο κακούργημα, νιώθουν πως τα πάντα τους γυρίζουν την πλάτη και εθίζονται σε μορφές παραβατικότητας υπερβολικά συνηθισμένες. Χωρίς ελπίδα και χωρίς διέξοδο βλέπουν το βλέμμα της κοινωνίας να αντικατοπτρίζεται στις δύσκολες συνθήκες της ζωής τους: εάν όλοι με βλέπουν καμένο χαρτί, έτσι θα με δω κι εγώ κι έτσι θα ενεργήσω.

