Στο κέντρο των ΗΠΑ, στα όρια της αποκαλούμενης «Ζώνης της Βίβλου», βρίσκεται η κωμόπολη Χόλκομπ του Κάνσας. Για να φτάσω εκεί, το 2009, χρειάστηκε να οδηγήσω επτά ώρες από το πλησιέστερο αεροδρόμιο, σε μονότονες ασφάλτινες ευθείες που όσο κι αν προχωρούσες δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση πως δεν κατέληγες πουθενά, λες και σε κρατούσε δέσμιο αυτή η ξερή, πένθιμη γη που οι ντόπιοι συχνά αποκαλούν «εκεί πέρα».
Ακριβώς 50 χρόνια πριν από την επίσκεψή μου στο Χόλκομπ, είχε συμβεί ένα έγκλημα. Δύο διαρρήκτες δολοφόνησαν τέσσερα μέλη μιας οικογένειας ενός επιτυχημένου αγροτοσυνδικαλιστή. Η είδηση έγινε μονόστηλο 350 λέξεων στην εφημερίδα The New York Times, αλλά ενέπνευσε τον συγγραφέα Τρούμαν Καπότε, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «In Cold Blood» («Εν ψυχρώ»), έργο που θεωρείται από τα κορυφαία της αμερικανικής λογοτεχνίας και πρωτοπόρο του δημοσιογραφικού μυθιστορήματος.
Στην κωμόπολη συνέρρεαν έκτοτε οι «προσκυνητές», φανατικοί αναγνώστες που ήθελαν να δουν από κοντά αυτό το μέρος. Οι ντόπιοι, όμως, τους κοιτούσαν με περιφρόνηση. Ενας από τους επτά ομογενείς κατοίκους της περιοχής, που μου είχε μιλήσει, δεν μπορούσε να κατανοήσει την απήχηση του βιβλίου και του εγκλήματος. «Δεν μπορώ να φανταστώ γιατί ένας Ελληνας δημοσιογράφος ήρθε εδώ για αυτή την ιστορία», μου είπε, ίσως όχι και τόσο άδικα.
Στο αστυνομικό τμήμα του γειτονικού Γκάρντεν Σίτι, ο σερίφης μού επέτρεψε να διαβάσω τις καταθέσεις των δολοφόνων (η μία έφτανε στις 78 σελίδες) και να δω τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από τη σκηνή του εγκλήματος. Σε μια προθήκη φύλαγαν ως εκθέματα τις φωτογραφίες των κακοποιών και τα αποτυπώματά τους. Η χήρα ενός εκ των ενόρκων μού έλεγε ότι η εμπειρία του άνδρα της στη δίκη ήταν από τις πιο δύσκολες στη ζωή του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα ιδιοκτήτρια του σπιτιού όπου σημειώθηκαν οι δολοφονίες επί χρόνια διοργάνωνε περιηγήσεις για τους «προσκυνητές». Κουρασμένη μάλλον από τη δημοσιότητα, είχε αναθεωρήσει και πλέον απαγόρευε την είσοδο στους περίεργους.
Τον τελευταίο καιρό, οι αστυνομικές ειδήσεις και ειδικά οι δολοφονίες κυριαρχούν κυρίως στην τηλεοπτική ελληνική επικαιρότητα. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Ισως για πρώτη φορά πρώην συνδικαλιστές της αστυνομίας μεταβάλλονται σε τηλεπερσόνες, έχοντας πλέον σταθερή θέση σε πάνελ εκπομπών. Μιλούν για υποθέσεις δίχως πραγματική γνώση κανενός στοιχείου της δικογραφίας. Διοργανώνουν μέχρι και δημοσκοπήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καλώντας τους πολίτες να κρίνουν το κίνητρο μιας δολοφονίας. Το έγκλημα μεταβάλλεται σταθε-ρά σε θέαμα, με άλλους όρους.

