Μία από τις πρακτικές που χρησιμοποιεί η Τουρκία προκειμένου να ενισχύει την επιχειρηματολογία της για ζητήματα που την απασχολούν είναι η διαστρέβλωση του διεθνούς δικαίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο η Αγκυρα (παρ)ερμηνεύει το Δίκαιο της Θάλασσας. Σύμφωνα με την τουρκική θεωρία, τα ελληνικά νησιά δεν έχουν δικαίωμα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, ενώ τα χωρικά τους ύδατα δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα έξι ναυτικά μίλια. Πάνω σε αυτή τη βάση συνήφθη τον Νοέμβριο του 2019 το περιβόητο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο χαράσσει όρια ανάμεσα στις θαλάσσιες ζώνες των δύο συμβαλλόμενων μερών, χωρίς να λαμβάνει καθόλου υπόψη τα ελληνικά νησιά που παρεμβάλλονται. Το περιεχόμενό του προφανώς αντιβαίνει, όχι μόνο τους κανόνες της διεθνούς δικαιοταξίας, αλλά και εκείνους της κοινής λογικής.
Η Τουρκία είχε από πολύ νωρίτερα εκδηλώσει τη ροπή προς την επιτήδεια στρεψοδικία. Τον Δεκέμβριο του 1957, κατά τη διάρκεια της συζήτησης στα Ηνωμένα Εθνη της τέταρτης ελληνικής προσφυγής για το Κυπριακό, ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας Σελίμ Σαρπέρ έθεσε ζήτημα ερμηνείας της διατύπωσης του άρθρου 73 του Χάρτη για την «αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών». Ο Σαρπέρ υποστήριξε ότι στην Κύπρο δεν υπήρχε ένας λαός, αλλά δύο, Ελληνες και Τούρκοι, οι οποίοι μάλιστα ήταν αδύνατον να συμβιώσουν ειρηνικά. Επομένως, η αρχή της αυτοδιάθεσης έπρεπε να εφαρμοστεί ξεχωριστά για τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους κι έτσι μοιραία να καταλήξει στη διχοτόμηση του νησιού. Κατά την τουρκική άποψη, αυτό ήταν και το πραγματικό νόημα της χρήσης πληθυντικού αριθμού από τους συντάκτες του Χάρτη, οι οποίοι σκόπιμα έκαναν λόγο για «λαούς»: στις περιοχές όπου υπήρχαν περισσότεροι του ενός λαοί, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης δεν ήταν σωστό να παρέμενε αδιαίρετο.
Τον επόμενο χρόνο, κατά τη συζήτηση της πέμπτης (και τελευταίας) ελληνικής προσφυγής, η Αθήνα φρόντισε να έχει έναν άσο κρυμμένο στο μανίκι της. Ο διπλωμάτης Δημήτρης Μπίτσιος, προϊστάμενος του τμήματος κυπριακών υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών, είχε λάβει εντολή να προσεγγίσει τον διακεκριμένο Χιλιανό καθηγητή Διεθνούς Δικαίου Αλεχάντρο Αλβαρεζ. Ο Αλβαρεζ είχε διατελέσει δικαστής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης από το 1946 έως το 1955 και, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, εξακολουθούσε να απολαμβάνει μεγάλου σεβασμού στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Ο Μπίτσιος τον συνάντησε στο Παρίσι το καλοκαίρι του 1958 και του έθεσε το ερώτημα κατά πόσον είχε βάση η ερμηνεία που είχε προβάλει ο Σαρπέρ. Ο Αλβαρεζ ήταν κατηγορηματικός. Οι απόψεις του Σαρπέρ ήταν όχι μόνον έωλες αλλά και παράλογες. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα που να μπορούσε να θεμελιώσει νομικά τη θέση περί χωριστής άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων κατοίκων της Κύπρου. Ο κυπριακός λαός αποτελούσε ενιαίο σύνολο και μόνο ως τέτοιο, στη βάση του κανόνα της δημοκρατικής πλειοψηφίας, ήταν νοητό να εκφράσει τη βούλησή του για το μέλλον της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Η ερμηνεία του άρθρου 73 του Χάρτη του ΟΗΕ για την «αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών» από την Αγκυρα το 1958 και η επιτυχής αντίκρουση από την ελληνική πλευρά.
Η γνωμοδότηση του Αλβαρεζ ήταν ένα από τα μέσα που χρησιμοποίησε ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Ευάγγελος Αβέρωφ ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 1958 προκειμένου να αντικρούσει πειστικά τις τουρκικές θέσεις. Ο Αβέρωφ με μεγάλη ικανοποίηση ανέγνωσε αυτολεξεί το τελικό συμπέρασμα του Αλβαρεζ ότι το τουρκικό επιχείρημα αποτελούσε «καθαρή και απλή σοφιστεία», η οποία περιφρονούσε ακόμη και «τους βασικούς κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού». Η Ελλάδα κέρδισε μια (έστω μικρή) διπλωματική μάχη χρησιμοποιώντας ένα από τα όπλα που η ίδια φρόντισε να έχει στη διάθεσή της ώστε να αντιμετωπίσει όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα τον αντίπαλο. Η καλή προετοιμασία και η δημιουργική αλλά και μεθοδική αξιοποίηση της γνώσης και της εμπειρογνωμοσύνης υπήρξαν τα ελληνικά συγκριτικά πλεονεκτήματα απέναντι στην τουρκική ορμητικότητα, η οποία μπορούσε να δημιουργεί εντυπώσεις. Η μέθοδος είναι δοκιμασμένη και παραμένει διαχρονική.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

