Πολλοί θα τον ζήλευαν. Κανονικό, και όχι τάχα μου, αρχοντόπουλο. Είχε μπροστά του μια ζωή στρωμένη. Ο Παύλος Μελάς, καλής γενιάς παραβλάσταρο, εύπορος, γιος Ηπειρώτη μεγαλέμπορου, μικροπαντρεμένος με τη Ναταλία, θυγατέρα του Στέφανου κι αδελφή του Iωνος Δραγούμη, πατέρας δυο παιδιών. Γιος πολιτικού, δηλαδή, και γαμπρός κατοπινού πρωθυπουργού.
Και όμως, άφησε τις ανέσεις και τις νοικοκυροσύνες και βγήκε κλαρίτης στις ράχες της Μακεδονίας. Αμαθος στις κακοτοπιές, αλλά δεν πισωπάτησε. Και ήταν ένας αλλιώτικος καπετάνιος αυτός. Γλυκομιλούσε στους χωρικούς και δεν μακέλευε τους αντιπάλους του. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 στάθηκε με τους άνδρες του στη Στάτιστα της Καστοριάς ν’ αναπαυθούν για λίγο και ο ίδιος εκεί αναπαύθηκε για πάντα, ίνα πληρωθή η παραδοξολογία ότι αυτός «δεν πήγε στη Μακεδονία για να σκοτώσει αλλά για να σκοτωθεί» (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος).
Τον σταυρό του ο Παύλος Μελάς παράγγειλε να τον δώσουν στη γυναίκα του και το τουφέκι του στον γιο τους με τη διαβεβαίωση ότι έκανε το καθήκον του. Ηταν μόλις 34 ετών. Αλλού ταφιάστηκε το κορμί κι αλλού η κεφαλή του – μην πέσει στα χέρια των εχθρών το σεπτό σκήνωμά του. Και κοντά εβδομήντα χρόνια μετά, πήγε να τον ανταμώσει στο κιβούρι του η Παύλαινα, η υπεραιωνόβια κυρα-Ναταλία (που αν με άφηναν οι διορθωτές, όλα τα γράμματα του ονόματός της θα τα έγραφα κεφαλαία), η οποία όλο της τον καιρό πορεύτηκε ανδροπατώντας, ισόβιο ψυχοκέρι στη μνήμη εκείνου του αμνού που έγινε όχι το ψοφίμι αλλά το σφαγάδι της Μακεδονίας – της σκέτης Μακεδονίας, άνευ ετέρου προσδιορισμού τότε.
Ο Παύλος Μελάς δεν άφησε περιουσία στην οικογένειά του, άφησε όμως αυτό που και ο ίδιος κληρονόμησε από τον πατέρα του: «Αθικτον, όνομα τίμιον και αγαπητόν».
Το φόνεμα του νεαρού αξιωματικού τάραξε τη φρόνιμη Αθήνα των Μελούνων και η αντρειά του έγινε σύμβολο μιας φιλοπατρίας που πορευόταν χωρίς να εμπορεύεται το ιερό της ελευθερίας αγαθό. Και κοντά στα «κορίτσια από την Καστοριά κι απ’ τη Μακεδονία» μαυροφορέθηκε σύμπας ο ελληνισμός που για χρόνια φύλαγε ή φίλαγε (εδώ αμφότερες οι γραφές είναι ολόσωστες) στα εικονοστάσια του την τίμια μορφή του. Υπήρχαν ενδεείς πρόγονοί μας που δεν είχαν λάδι να φάνε, αλλά το καντήλι τους δεν σταμάτησε να φεγγοβολάει τη δυσβάσταχτη απουσία του χλωρού παλικαριού – ο Γέροντας των Εξαρχείων μάλιστα, ο παπα-Ανανίας Κουστένης, είχε εικόνα του όχι μόνο στο εικονοστάσι του σπιτιού του, αλλά και στον ναό που λειτουργούσε.
Μετά άλλαξαν άρδην τα πράγματα και οι νεότεροι Ελληνες, παρότι συχνάκις τα επικαλούνται, σταμάτησαν να ανάβουν τα καντήλια. Κοιτάνε ήσυχα ήσυχα τις δουλειές τους, απολησμονώντας όσους για χάρη τους άφησαν στη μέση τις δικές τους. Ξεχάστηκε και ο Μελάς, πάψαν και τα τραγούδια. Γι’ αυτό, και σε αντίθεση με τον κοσμάκη, η αποκοτιά του ελάχιστα συνάρπαξε τον πνευματικό μας κόσμο που τον άφησε, εντέλει, παντελώς ανυπεράσπιστο. Το ίδιο, νομίζω, συνέβη και με την πολιτική. Η μεν Αριστερά αμηχανούσε με την καταγωγή και τη φιλοπατρία του, η δε Δεξιά προτιμούσε να ξεσκολίζει πλησίον των ευρωπαϊκών πόρων και όχι των επιχώριων μνημάτων. Στις μέρες μας, μάλιστα, εμφανίστηκαν και ευάριθμοι τυμβωρύχοι που ένθεν κακείθεν λιθοβόλησαν μέχρι και τον ίσκιο του. Ας είναι. Μάταιος είναι ο κόπος τους. Δεν κολλάν οι μαγαρισιές στους ίσκιους και στους μύθους.
Στις 13 Οκτωβρίου 1904, ο Παύλος Μελάς στάθηκε με τους άνδρες του στη Στάτιστα της Καστοριάς ν’ αναπαυθούν για λίγο και ο ίδιος εκεί αναπαύθηκε για πάντα.
Γιατί ο καπετάνιος Παύλος Μελάς, ερήμην της λήθης και της ακηδίας μας, ανήκει στον νεοελληνικό Μύθο, «γιατί ο μύθος είναι η αλήθεια, αυτό που μένει όταν ξεχνάμε τα πάντα» (Ν. Γ. Πεντζίκης, «Υδάτων υπερεκχείλιση»).
Την εβδομάδα που μας πέρασε ήταν η επέτειος του θανάτου του Παύλου Μελά. Η επέτειος πέρασε στα μουλωχτά. Το κατανοώ. Μη σας πω ότι χαίρομαι κιόλας. Γλίτωσε τη θεσμική και θεσμοθετημένη τσαπατσουλιά του κράτους μας, που, όπως έλεγε ο πρότερος Διονύσης Σαββόπουλος, ζει φευγάτο «απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό»…
ΥΓ.: Ευτυχής συγκυρία ότι εντός του έτους θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη, με επιμέλεια και σχόλια του φιλότιμου Νώντα Τσίγκα, ο δεύτερος τόμος από τα «κρυμμένα» ημερολόγια του Ιωνος Δραγούμη υπό τον τίτλο «Θα ζήσω καίοντας τον εαυτό μου», ο οποίος θα φωτίσει αρμοδίως και έτι περισσότερο την περίοδο και τη θυσία του απέθαντου Παύλου Μελά.
*Ο κ. Θεόδωρος Παντούλας είναι συγγραφέας.

