Οταν μεγάλωνα, υπήρχε η Αλίκη στη ζωή μας. Η Αλέγρα, κατά κόσμον Αλίκη, ζούσε στην Κέρκυρα μαζί με τους παππούδες και τον πατέρα μου –παιδί ακόμη– σαν ψυχοκόρη, μια λέξη που δεν χρησιμοποιούμε πια. Οταν, τον Μάρτιο του ’43, συλλάμβαναν τους Εβραίους, ο παππούς μου πρότεινε στη μητέρα της Αλίκης είτε να τη φυγαδεύσει στα βουνά της Ηπείρου είτε να της βρει ασφαλές καταφύγιο σε κάποιο κερκυραϊκό χωριό. «Θα την προσέχω μέχρι να επιστρέψετε, είμαι γιατρός και έχω τις άκρες μου»· κάτι αντίστοιχο πρέπει να είπε χρησιμοποιώντας τα λόγια της εποχής. Η μητέρα της Αλίκης ήταν ανένδοτη. «Θα πάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια», αποκρίθηκε.
Και η οικογένεια Βελέλη, μπαμπάς, μαμά, τρεις κόρες και δύο γιοι βρέθηκαν στο Αουσβιτς – Μπίρκεναου. Οι γονείς δολοφονήθηκαν αμέσως μετά την άφιξή τους στο στρατόπεδο, στη συνέχεια την ίδια μοίρα είχαν μία από τις κόρες και οι γιοι. Mε τη λήξη του πολέμου, οι δυο αδερφές, η Αλίκη (25) και η Βιολέτα (16), επέστρεψαν στην Κέρκυρα με το μπλε νούμερο χαραγμένο στον βραχίονά τους, αποστεωμένες και ψυχικά ρημαγμένες. Ο ενθουσιασμός για την επιστροφή τους ήταν μεγάλος.
Μου ήρθε στο μυαλό η Αλίκη την ώρα που παρακολουθώ την ανταλλαγή ομήρων και κρατουμένων στη Μέση Ανατολή και όλη αυτή την έκρηξη χαράς και συγκίνησης στα πρόσωπα όλων, από τη Ραμάλα μέχρι το Τελ Αβίβ. Ενας ενθουσιασμός και μια αγαλλίαση που εξαπλώνονται με το viral τηλεσκόπιο και στα δικά μας πρόσωπα στη Δύση. Πώς να μη δακρύσουμε με τέτοια πηγαία χαρά, αγκαλιές μεταξύ παιδιών και γονιών, νεογέννητων και ανδρών, μεταξύ αδερφών.
Ενας πόλεμος που ξεκίνησε με 251 απαχθέντες και 1.200 νεκρούς την πρώτη μέρα και άφησε 68.000 νεκρούς από τη μία και 2.000 νεκρούς από την άλλη. Σύνολο 70.000 νεκροί σε 738 μέρες αγωνίας. Ενας πόλεμος που επέστρεψε, τους τελευταίους, 20 ζωντανούς και τέσσερις σορούς με ένα λάθος πτώμα. Μπουλντόζες αναζητούν 28 σορούς με μαζική εκσκαφή σε νεκροταφεία αλλοδόξων και drones που ανιχνεύουν υποψίες τάφων από το σχήμα της βλάστησης και των πρόσφατων μετακινήσεων χώματος.
Επάνοδος 1.968 αιχμαλώτων, ανάμεσά τους 22 –από τα 360– παιδιά που κρατούνται σε ισραηλινές φυλακές. Αυτοί καταμετρούνται στους 2,1 εκατ. Παλαιστινίους σε ανθρωπιστική κρίση, ψάχνουν αγαπημένους ενόσω αντικρίζουν συντρίμμια, επέστρεψαν σε τόπο χωρίς γονείς και χωρίς αναμνήσεις, άλλοι 1.500 βρίσκονται σε νεκροτομείο του Τελ Αβίβ. Για κάθε μία σορό που θα επιστρέφεται θα απελευθερώνονται 30, ο πιο πένθιμος υπολογισμός, ένας αντικατοπτρισμός ασύμμετρης νοσηρότητας για τα θύματα, νεκρά ή ζωντανά.
Νούμερα, νούμερα, αμέτρητα μακάβρια νούμερα που θα τα υπολογίσει προσεκτικότερα για να τα καθαρογράψει αρμοδίως η επίσημη Ιστορία. Την ίδια ώρα τραβιούνται φωτογραφίες 27 κοστουμαρισμένων ηγετών στο θέρετρο Σαρμ ελ Σέιχ. Στη «διάσκεψη κορυφής της Ειρήνης» μιλούν για την ειρήνη και για την επόμενη μέρα προσκομίζουν ένα τεχνοκρατικό πλάνο με είκοσι σημεία και διάφορες αφόρητες ή κενές νοήματος λέξεις (deal, μεγάλες προκλήσεις, μεγάλες ευκαιρίες). Απαθανατίζονται χειραψίες, αστεϊσμοί και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Αναρίθμητα καθωσπρέπει στιγμιότυπα για να εικονογραφήσουν την επίσημη Ιστορία.
Το κακό με την Ιστορία, είναι το θετικό της, ότι ασχολείται αποκλειστικά με τους αριθμούς και τα δεδομένα. Είναι ό,τι μένει μετά το ψαλίδισμα. Κλαδεύει τις μικρές εξιστορήσεις, τις αμέτρητες προσωπικές ιστορίες πένθους, κόβει από το κάδρο τις αφηγήσεις θλίψης. Τόσο πολλά από αυτά που έχουν σημασία δεν καταγράφονται.
Κλαδεύει τις μικρές εξιστορήσεις, τις αμέτρητες προσωπικές ιστορίες πένθους, κόβει από το κάδρο τις αφηγήσεις θλίψης. Τόσο πολλά από αυτά που έχουν σημασία δεν καταγράφονται.
Επιπλέον, το σχήμα και το νόημα που δίνουμε σε ό,τι συμβαίνει εξαρτάται από τι αποφασίζουμε να αποβάλουμε, τι αποφασίζουμε να παρατηρήσουμε, αλλά, σπανίως, ποτέ σχεδόν, δεν συνυπολογίζεται η ψυχική παρακαταθήκη, το αποτύπωμα των πληγών και των τραυμάτων.
Και έτσι, ξαναγυρνώ στην Αλίκη και στη Βιολέτα. Οταν επέστρεψαν, καταμετρήθηκαν στους ζωντανούς. Οταν επέστρεψαν, έπρεπε εκείνες να αφομοιώσουν την πραγματικότητα, το οποίο σήμαινε ό,τι και σήμερα, επούλωση της οδύνης ξαναεκπαιδεύοντας το μυαλό και το σώμα. Καμία από τις δύο δεν τα κατάφερε. Η Αλίκη παρέμεινε μαζί μας και όταν επισκεπτόμασταν το νησί για διακοπές ήταν εκείνη που πρόσεχε τον αδερφό μου κι εμένα όταν οι γονείς δεν ήταν παρόντες.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την Αλίκη. Μιλούσε ελάχιστα, δεν μιλούσε συχνά για ό,τι της συνέβη. Αραιά και πού, όταν έβρεχε και έβλεπε λάσπη θυμόταν ότι τα παπούτσια της κολλούσαν στη λάσπη του Αουσβιτς και ένα σκυλί ερχόταν με εντολή και της δάγκωνε τον αστράγαλο. Αλλοτε έδειχνε το τατουάζ στο χέρι της και θυμόταν τον διπλό πόνο γιατί είχαν κάνει λάθος στον τελευταίο αριθμό και χρειάστηκε μια δεύτερη διόρθωση. Δεν συμπαθούσε τα σκυλιά, ούτε τις βροχερές μέρες, δεν συμπαθούσε τους ανθρώπους.
Οταν παράκουγα η απειλή της ήταν άηχη, έδειχνε τα νύχια της και υπονοούσε ότι θα αφαιρέσει τα δικά μου. «Είναι τραυματισμένη», με ενημέρωσαν αργότερα, «έχει την εμπειρία του στρατοπέδου». Καταλάβαινα την Αλίκη, η πίκρα τη σφράγισε, δεν έφταιγε για τη συμπεριφορά της, ήταν μια αιχμάλωτη που γύρισε σπίτι τσακισμένη. Μια επιλογή προσώπου για να φροντίζει ανήλικα που στις μέρες μας θα έκανε την πρόνοια να επέμβει.
Η Βιολέτα μετοίκησε στο Τελ Αβίβ, ήταν μία από τις πρώτες, ήθελε να συνδράμει στο νεοϊδρυθέν κράτος του Ισραήλ. Στην αρχή έστελνε με ενθουσιασμό γράμματα και πατριωτικές καρτ ποστάλ στην αδερφή της. Η επικοινωνία λιγόστευε, οι σιωπές μάκραιναν, λίγο αργότερα λύγισε. Ηθελε να σβήσει τις κακές αναμνήσεις της σεξουαλικής κακοποίησης, δεν βρήκε τον τρόπο και εξαφάνισε τον εαυτό της. Αυτοκτόνησε.
Ογδόντα χρόνια μετά, και τα τραύματα συνεχίζουν να υφίστανται. Δεκάδες «ποτέ ξανά» θα σμιλευθούν σε πέτρες, δηλώσεις φιλειρηνικές θα δημοσιευθούν, αναμνηστικές πλάκες θα ανεγερθούν σε πάρκα της Ευρώπης, κάθε παρτέρι θα θυμίζει και μια περιποιημένη φρικαλεότητα. Κανείς δεν θα θυμάται έναν Haithan Salem που επέστρεψε στην Παλαιστίνη για να μάθει ότι η γυναίκα και τα παιδιά του είναι νεκρά. Κανείς δεν θα θυμάται έναν Roei Salev που τον ελευθέρωσε η Χαμάς, αλλά αυτοκτόνησε γιατί είχε δει να δολοφονούν την κοπέλα του και τον καλύτερό του φίλο. Κανείς δεν θα θυμάται ότι μετά αυτοκτόνησε και η μητέρα του. Οσα μένουν θα είναι βουβά και διάφανα, θα είναι η μικρή ιστορία των αμέτρητων ψυχικών τραυμάτων που θα κληρονομήσει, από οικογένεια σε οικογένεια, η επόμενη γενιά.
*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

