Η σχέση Ελλάδας – Τουρκίας είναι πάντα υψηλού ρίσκου, με την Ιστορία, τη γεωγραφία και τις εθνικές φιλοδοξίες τους να διατηρούν παλιά σημεία τριβής και να γεννούν νέα, τροφοδοτώντας συνεχώς εντάσεις στην εσωτερική πολιτική σκηνή και των δύο χωρών. Δεν είναι εύκολο για έναν πολιτικό ηγέτη να επιδιώξει συμφωνία με την άλλη χώρα εάν το αποτέλεσμα δεν θα εξασφαλίζει τα μέγιστα για τη δική του. Το αποτέλεσμα είναι η καχύποπτη συνύπαρξη, με περιόδους μεγαλύτερης έντασης να εναλλάσσονται με προσπάθειες εξομάλυνσης των σχέσεων, χωρίς η μία ή η άλλη χώρα να παίρνει κανένα ιδιαίτερο ρίσκο για να βελτιώσει τα πράγματα.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η Ευρωπαϊκή Ενωση παρείχε ευκαιρίες για τέτοια πρόοδο, με την Ελλάδα να ενθαρρύνει την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας εφόσον αυτή συμμορφωνόταν με τις αξίες της Ε.Ε. Εκεί φάνηκε πως, παρότι η Τουρκία αποκόμισε κέρδη από αυτή την πολιτική, ούτε το κυπριακό πρόβλημα λύθηκε ούτε εξασφαλίστηκε ηρεμία στο Αιγαίο. (Κερδισμένες, όμως, ήταν και η Ελλάδα και η Κύπρος, η οποία εντάχθηκε στην Ε.Ε.) Ομως, οι συντονισμένες κινήσεις με την υπόλοιπη Ενωση ήταν πάντα καλή επιλογή, και θα ήταν η μοναδική εάν όλοι οι εταίροι είχαν πεισθεί πως το συμφέρον της Ελλάδας είναι και δικό τους, όσον αφορά τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα μπορούσε, λοιπόν, μια διάσκεψη των παράκτιων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου, όπως αυτή στην οποία αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή την Πέμπτη, να λύσει προβλήματα μεταξύ τους; Αξίζει το ρίσκο να δοθεί στην Τουρκία ευκαιρία να καταθέσει τις απαιτήσεις της σε ένα φόρουμ όπου μπορεί άλλοι (κυρίως η Λιβύη) να πάρουν το μέρος της εις βάρος της Ελλάδας;
Ο πρωθυπουργός πιστεύει ότι αξίζει. «Η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από το να καθίσει στο τραπέζι και να υπερασπιστεί τις θέσεις της, πάντα με σημείο αναφοράς το Δίκαιο της Θάλασσας», δήλωσε στη συζήτηση στη Βουλή. Καθώς η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Δίκαιο της Θάλασσας, και ουδόλως νοιάζεται για όποιες επικρίσεις δεχθεί για αυτό, φαίνεται πως η ελληνική κυβέρνηση αναζητεί τρόπο να βελτιώσει τη σχέση με την Τουρκία προς όφελος κάποιων ζητημάτων (όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ), χωρίς να περιμένει να λυθούν τα μείζονα προβλήματα.
Η Τουρκία απαιτεί να έχει λόγο σε ό,τι γίνεται στην περιοχή. Μια «ενημέρωση» σε φόρουμ με άλλα κράτη δεν θα ισοδυναμούσε με διμερή συζήτηση, η οποία εντός Ελλάδας θα εκλαμβανόταν ως υποχώρηση.
Η Τουρκία απαιτεί να έχει λόγο σε ό,τι γίνεται στην περιοχή. Μια «ενημέρωση» σε φόρουμ με άλλα κράτη δεν θα ισοδυναμούσε με διμερή συζήτηση, η οποία εντός Ελλάδας θα εκλαμβανόταν ως υποχώρηση. Επίσης, ίσως η ελληνική κυβέρνηση πιστεύει πως στο φόρουμ αυτό θα εκτίθετο όλος ο επεκτατικός αναθεωρητισμός της Αγκυρας σε όλο τον κόσμο. Το κακό είναι πως, στην εποχή μας, οι απαιτήσεις των ισχυροτέρων εις βάρος των υπολοίπων θεωρούνται κομμάτι της νέας κανονικότητας.
Επιπλέον, ίσως η Τουρκία, με τόσα μέτωπα ανοικτά, να έβλεπε τέτοια συνδιάσκεψη ως ευκαιρία να φανεί «γενναιόδωρη» – όχι για να κάνει παραχωρήσεις, που ουδέποτε κάνει, αλλά για να μειώσει τις απαιτήσεις της και έτσι να βγει κερδισμένη αλλού.
Ομως, παρακολουθώντας την Τουρκία τις τελευταίες δεκαετίες, και την πορεία του Ερντογάν, τέτοιο ενδεχόμενο φαίνεται απίθανο. Οταν ο Ερντογάν μιλάει για «καζάν-καζάν» (να κερδίσουν και οι δύο) επιδιώκει να ευνοηθεί η χώρα του εις βάρος άλλων. Και αυτό είναι κρίμα, καθώς η ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων, η ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, θα απέφερε πολλά και στις δύο. Ομως, παρότι υψηλού ρίσκου, η κίνηση του Μητσοτάκη είναι θετική και γενναία.

