Την περασμένη Τρίτη έληξε η τρίμηνη αναστολή του δικαιώματος υποβολής αιτήματος ασύλου από μετανάστες που έφταναν στην Ελλάδα, η οποία είχε επιβληθεί με πολλά ταρατατζούμ και σκληρά λογάκια το καλοκαίρι. Αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρξαν ταρατατζούμ. Μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν υπήρξε καν κάποια επίσημη ανακοίνωση για την επανέναρξη της επεξεργασίας των αιτημάτων που εκκρεμούν. Καθότι αυτή η αναστολή, που βεβαίως κρίθηκε παράνομη από το ΕΔΔΑ, έχει δημιουργήσει και το αναμενόμενο μπάχαλο σε μια διαδικασία κατά την οποία, αξίζει να θυμόμαστε, μέχρι τώρα το 80% των αιτήσεων για προστασία και άσυλο γίνονταν δεκτές.
Είναι μόνο το τελευταίο δείγμα της εμμονικής και αλλοπρόσαλλης αντιμετώπισης του μεταναστευτικού φαινομένου από την ελληνική κυβέρνηση. Για να λέμε του στραβού το δίκιο, δεν είναι μόνο η ελληνική που αντιμετωπίζει το φαινόμενο με αυτό τον τρόπο. Όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βολοδέρνουν τα τελευταία χρόνια υλοποιώντας σταθερά λανθασμένες πολιτικές υπό την πίεση ενός τοξικού, αρρωστημένου δημόσιου διαλόγου. Οπότε μέσα σε αυτό το κλίμα, εμείς ας μιλήσουμε για βιβλία. Και συγκεκριμένα, για ένα πρόσφατο βιβλίο ενός κοινωνιολόγου που μελετά το θέμα εδώ και δεκαετίες, και εξηγεί πώς πραγματικά λειτουργεί η μετανάστευση, γιατί συμβαίνει, πόσο συμβαίνει, πού συμβαίνει και πώς πρέπει να σκεφτόμαστε και να συζητάμε γι’ αυτή. Στο “Μετανάστευση: 22 μύθοι και τι κρύβεται πίσω από αυτούς”, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, ο Ολλανδός Χάιν ντε Χάας εξηγεί με απλά λόγια ότι τα περισσότερα από τα πράγματα που νομίζουν οι πολίτες, τα περισσότερα από όσα κάνουν οι πολιτικοί, και όλα όσα λέει ο Θανάσης Πλεύρης είναι λάθος. Και μάλιστα, τελείως λάθος. Σε πολλές περιπτώσεις ο κόσμος νομίζει ακριβώς τα ανάποδα από αυτά που ισχύουν πραγματικά.
Για παράδειγμα, δεν υπάρχει “μεταναστευτική κρίση” που σας λένε. Τα πραγματικά δεδομένα λένε ότι η μετανάστευση στον κόσμο μας παραμένει λίγο-πολύ σταθερή διαχρονικά, και αναπάντεχα χαμηλή. Τα σημερινά επίπεδα μετανάστευσης δεν είναι ούτε εξαιρετικά υψηλά, ούτε αυξάνονται σημαντικά. Ίσα ίσα, φαίνεται ότι η μετανάστευση παγκοσμίως ήταν υψηλότερη στα τέλη του 19ου αιώνα από ό,τι είναι σήμερα. Το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζούσε σε άλλη χώρα από αυτή που γεννήθηκε το 1960 ήταν 3,1%. Το ποσοστό το 2017 ήταν 3,4%.
Πολλές φορές ξεχνάμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στη Γη ζουν στο μέρος όπου γεννήθηκαν. Το 83% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα ζει στην πόλη του ή στο χωριό του. Το 13% έχουν μεταναστεύσει, αλλά μέσα στη χώρα τους. Κι από το 3,4% που έχουν μεταναστεύσει σε άλλη χώρα, λιγότεροι από ένας στους δέκα είναι πρόσφυγες.
Ούτε “προσφυγική κρίση” υπάρχει. Το 2021 το 0,25% του παγκόσμιου πληθυσμού ήταν πρόσφυγες. Το 1990, όμως, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 0,33%. Ο αριθμός των προσφύγων ανά τον κόσμο παραμένει λίγο-πολύ σταθερός, με μικρές διακυμάνσεις. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων στον κόσμο μας βρίσκονται σε χώρες δίπλα στη δικιά τους. Το 92% των αφρικανών προσφύγων παραμένουν στην Αφρική. Από τα 2,6 εκατομμύρια Αφγανών προσφύγων, τα 2,2 βρίσκονται στο Ιράν και το Πακιστάν. Οι τέσσερις μεγαλύτεροι υποδοχείς προσφύγων στον κόσμο είναι η Τουρκία, η Κολομβία, το Πακιστάν και η Ουγκάντα.
Και κάτι άλλο που οι περισσότεροι δεν συνειδητοποιούν: η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών που έχουν πάει σε άλλη χώρα, έχουν πάει εκεί νόμιμα. Με χαρτιά, με βίζα. Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των μεταναστών που βρίσκονται στην Ευρώπη “παράνομα” είναι κάπου ανάμεσα στο 7% και το 13% του συνόλου των μεταναστών. Λιγότερο από 0,8% του πληθυσμού της Ευρώπης είναι “παράνομοι μετανάστες”. Κι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών δεν είναι “εισβολείς” που έρχονται “παράνομα” με βάρκες, αλλά μετανάστες που είχαν μπει νόμιμα και στους οποίους έληξε η βίζα, ή δεν για οποιονδήποτε λόγο δεν ανανεώθηκε η άδεια παραμονής τους, και παραμένουν χωρίς χαρτιά.
Αλλά το σημαντικότερο δεν είναι τα νούμερα. Οι μεταναστευτικές πολιτικές και ο διάλογος για το θέμα δεν λαμβάνουν υπόψιν τον σημαντικότερο παράγοντα που πυροδοτεί το φαινόμενο διαχρονικά στον κόσμο μας, το γιατί υπάρχει μετανάστευση, νόμιμη ή “παράνομη”. Όπως αναλύει διεξοδικά, μέσα από στοιχεία και διαχρονικά δεδομένα το βιβλίο, η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη της διεθνούς μετανάστευσης είναι η ζήτηση για εργατικό δυναμικό. Ούτε οι ανισότητες, ούτε η φτώχεια, ούτε οι πόλεμοι. Ούτε καν η επιθυμία για δουλειά ή “μια καλύτερη ζωή” -η ζήτηση. Οι μετανάστες δεν φεύγουν επειδή δεν υπάρχουν δουλειές εκεί. Φεύγουν επειδή υπάρχουν δουλειές αλλού. Ποιες χώρες έχουν ανάγκη για εργάτες; Εκεί πάνε οι μετανάστες. Οι μετρήσεις και οι δείκτες δείχνουν πως όταν μια πλούσια χώρα βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, όταν οι επιχειρήσεις βγάζουν λεφτά και ανοίγουν θέσεις εργασίας, νομοτελειακά 6-12 μήνες μετά υπάρχει αύξηση στις μεταναστευτικές ροές -στη συντριπτική τους πλειοψηφία νόμιμες. Όταν ξέσπασε η κρίση του 2008 στις ΗΠΑ, οι μεταναστευτικές ροές (νόμιμες και παράνομες) μειώθηκαν δραματικά. Το ότι αυτή η βασική δυναμική πίσω από τη μετακίνηση των πληθυσμών στον κόσμο μας έχει δαιμονοποιηθεί στην εποχή μας είναι μια τραγωδία, ένα παγκόσμιο λάθος, με τεράστιο κόστος.
Το βιβλίο αναλύει εξαντλητικά και άλλους μύθους, πολλούς εκ των οποίων κάποιοι αναγνωρίζουμε, αλλά και άλλους, λιγότερο γνωστούς.
Η μετανάστευση δεν προκαλεί ανεργία, ούτε εργασιακή ανασφάλεια, ούτε στασιμότητα μισθών. Δεν αποτελεί ποτέ και πουθενά απειλή για τις παροχές πρόνοιας ή την κοινωνική συνοχή. Οι μετανάστες ενσωματώνονται αναπάντεχα αποτελεσματικά σε όλες τις κοινωνίες που έχουν μελετηθεί και δεν επηρεάζουν πουθενά ουσιαστικά ή μακροπρόθεσμα προϋπάρχοντες κανόνες ή κοινωνικές νόρμες. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται σε κάποιους, έχουν λιγότερες πιθανότητες να διαπράξουν βίαια εγκλήματα από ό,τι οι αντίστοιχων χαρακτηριστικών γηγενείς. Είναι επίσης εντυπωσικά τα δεδομένα που δείχνουν ότι η αυστηροποίηση των μέτρων στα σύνορα προκαλεί αύξηση της “παράνομης” μετανάστευσης, όχι μείωση. Ότι η άρση των περιορισμών σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί σε εξισορρόπηση και σταθεροποίηση των ροών. Ή ότι η οικονομική στήριξη σε φτωχές χώρες δημιουργεί περισσότερους οικονομικούς μετανάστες, όχι λιγότερους. Από την άλλη, τα στοιχεία δείχνουν κι άλλα πράγματα. Ότι η μετανάστευση δεν οφελεί ολόκληρη την οικονομία της χώρας υποδοχής οριζόντια, ας πούμε, αλλά σχεδόν αποκλειστικά τα πλουσιότερα στρώματα και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Ότι, επίσης, δεν αποτελεί “λύση” για προβλήματα όπως το δημογραφικό ή η γήρανση του πληθυσμού. Δεν είναι καταστροφή, δεν είναι “εισβολή”, αλλά οπωσδήποτε δεν είναι και πανάκεια.
Ο Χαιν ντε Χάας, με ψυχρό, τεχνοκρατικό ύφος, αφήνοντας μόνο σποραδικά την οργή του για το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου και τις κοτσάνες των πολιτικών να έρχεται στην επιφάνεια, παρουσιάζει τα στοιχεία, τις έρευνες και τις πηγές που αναποδογυρίζουν τα περισσότερα από όσα μας σερβίρουν οι αλγόριθμοι και οι λαϊκιστές. Αλλά δυστυχώς το βιβλίο του είναι γεμάτο με στοιχεία, δεδομένα και αποχρώσεις. Τίποτε από αυτά δεν χωράει στον τοξικό διάλογο της εποχής μας.

