Φαίνεται ότι ο κ. Ανδρουλάκης θαυμάζει τον κ. Μητσοτάκη. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσω τη μομφή που του απηύθυνε για τη στάση στο αιγυπτιακό θέρετρο για τον εορτασμό της εκεχειρίας στη Γάζα; Και δεν εννοώ τη στάση του σώματος ή την έκφραση του προσώπου. Εννοώ τη σιωπή που τήρησε και την αδυναμία του να παρέμβει στις εξελίξεις. Να ξεχωρίσει ως Ελλην. Να διορθώσει τα λάθη της συνθήκης, να κάνει τις απαραίτητες παρατηρήσεις για τη Χαμάς και την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα. Είχε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία και την άφησε να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ο κόσμος ολόκληρος κρεμόταν από τα χείλη του Ελληνα πρωθυπουργού κι εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Ούτε το Κυπριακό δεν μπόρεσε να λύσει. Ως Ευρωπαίος ηγέτης, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία που επέδειξε η υπόλοιπη Ευρώπη στην όλη υπόθεση, θα μπορούσε να σηκώσει το χέρι του και να δείξει επιτέλους στον κόσμον όλον ότι η Ελλάς, ως υπερδύναμη, μπορεί να κάνει θαύματα, όπως περιμένει ο κ. Ανδρουλάκης από τον κ. Μητσοτάκη. Και η αντίδραση του κ. Μητσοτάκη ήταν κάπως υπερβολική. «Τι θέλετε να κάνω; Να αρπάξω από τον γιακά τον Τραμπ και να του φωνάξω “go back”;». Προφανώς δεν εννοούσε κάτι τέτοιο ο κ. Ανδρουλάκης. Απλώς, επειδή η συζήτηση γινόταν για την εξωτερική πολιτική για την οποία ο ίδιος δεν μας έχει εντυπωσιάσει με τις απόψεις του, σκέφτηκε το απλούστερο για να καλύψει τον χρόνο που του αντιστοιχούσε. Είναι πολύ πιθανόν, δε, να σκέφτηκε τι θα έλεγε ο Τσίπρας στη θέση του και για να τον προλάβει είπε κάτι σε άψογη τσιπρική διάλεκτο.
Αλήθεια, ποια είναι η θέση της αντιπολίτευσης, και όχι μόνον της αξιωματικής, για τη Μέση Ανατολή; Διαφωνούν με τη στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με το Ισραήλ; Κι αν διαφωνούν, τότε τι έχουν να αντιπροτείνουν; Μια στρατηγική συμμαχία με τους στολίσκους της Γκρέτα Τούνμπεργκ ή με όσους διαδηλώνουν υψώνοντας παλαιστινιακές σημαίες στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη; Ή, ακόμη καλύτερα, με τις ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον Ισραηλινών που θέλουν να επισκεφθούν τη χώρα μας; Κι ύστερα απορούμε για την τοξικότητα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, στη δεύτερη θητεία της τουλάχιστον, κάνει το ένα λάθος μετά το άλλο. Από τα Τέμπη έως τον ΟΠΕΚΕΠΕ, την ακρίβεια και τη δημόσια ανασφάλεια, αδυνατεί να αποκαταστήσει την αναξιοπιστία του κράτους. Αντικατέστησε τη χαρτούρα με την ηλεκτρονική γραφειοκρατία. Η Δικαιοσύνη εμπνέει ανασφάλεια. Οι μικρομεσαίοι μπορεί να απέκτησαν άγαλμα αλλά εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως παρίες. Παρά τη δημοσκοπική της υποχώρηση, όμως, παραμένει πρώτη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων με μεγάλη απόσταση από τον δεύτερο. Ετσι εξηγείται και ο θαυμασμός του κ. Ανδρουλάκη απέναντι στον κ. Μητσοτάκη.

