Μια Κυριακή με κρύο, μια καλή μου φίλη με ανάγκασε να σηκωθώ πρωί και να ακολουθήσω έναν ιστορικό περίπατο στο κέντρο της Αθήνας. Πήγα. Ο ιστορικός είχε πολλές γνώσεις και δεν υποτιμούσε τα μέλη του κοινού. Ο περίπατος κράτησε ώρες, όμως δεν βαρεθήκαμε λεπτό. Γενικώς, ήταν πολύ ωραία και μου δημιουργήθηκε μεγάλη δίψα να διαβάσω ιστορία, καθώς και η απορία, γιατί τίποτε απ’ όσα έλεγε ο οδηγός μας δεν μνημονευόταν στον δημόσιο χώρο.
Περπατώντας στην Αθήνα ψηλαφεί κανείς τη θεσμική αμνησία. Τα αγάλματα που στήνονται ή τοποθετούνται (συνήθως πολύ άσχημα έργα δημόσιας γλυπτικής) είναι ιδανικά για να συντηρούν οι Ελληνες την αμνησία τους. Χαζολογούν λίγο στα κοινωνικά δίκτυα (ίσως εμετικά πολύ) και βγαίνουν φωτογραφία με το άσχημο άγαλμα, στρέφοντας πάλι την προσοχή πάνω σ’ αυτούς τους ίδιους. Ομως, ένα καλό δημόσιο μνημείο επιτελεί άλλες λειτουργίες. Δεν μπορώ να μη σκέφτομαι τον τρόπο που πόλεις όπως το Βερολίνο ή η Βαρσοβία δημιουργούν διαρκείς υπομνήσεις μέσα στην πόλη, σημεία όπου μπορείς να σταθείς και να διαβάσεις μερικές σημαντικές πληροφορίες για όσα συνέβησαν κι ενδεχομένως μετά να πας να ψάξεις. Ακόμη και χωρίς να το θέλεις, θα «πέσεις πάνω» σε κάποιο καλό ιστορικό μουσείο, ενώ σχεδόν σίγουρα η πόλη θα φροντίσει να σου δημιουργήσει ωφέλιμες απορίες μέσα από δημόσια εκτεθειμένες παλιές φωτογραφίες, χρονολογίες ακόμα και τα ονόματα στους σταθμούς του μετρό.
Στο Βερολίνο, η μνήμη απλώνεται και στα τοπόσημα εκτός «ιστορικού κέντρου» (δεν υπάρχει όντως «ιστορικό κέντρο», αλλά λέμε τώρα). Σε μία εκκλησία, σ’ έναν φράχτη, ακόμη και στην είσοδο κάποιας άκυρης πολυκατοικίας, θα μνημονεύεται ένας ξεσηκωμός κατά του καθεστώτος, μια μάζωξη, η απέλαση κάποιων Εβραίων, μια γυναίκα που αυτοκτόνησε, επειδή την παρακολουθούσε η μυστική αστυνομία. Αρκεί να πας βόλτα και να διαβάζεις όσα μνημονεύονται, για να πλέξεις ολόκληρο μυθιστόρημα στο κεφάλι σου.
Στην Αθήνα, η Ιστορία είναι θαμμένη. Τ’ αγάλματα δεν συνοδεύονται από κάποια πληροφορία, είναι αφαιρετικά, λένε κάτι που δεν το λένε κι ακριβώς. Ακόμα και οι στήλες που μνημονεύουν όσους χάθηκαν στους πολέμους δεν έχουν παραπάνω πληροφορίες, γιατί ως συλλογικά, αθεράπευτα κομπλεξικοί οι Ελληνες «ξέρουν πάρα πολύ καλά» όλα όσα έγιναν το 1940, το 1944 και το 1947. Εγώ δηλώνω άγνοια. Δεν ξέρω. Είναι κουραστικό να παριστάνεις ότι ξέρεις τα πάντα. Θέλω να μάθω.
Θαμμένα κάτω από στρώματα εμπορικών σημάτων, καταστημάτων, σκόνης και παραίτησης βρίσκονται διάφορα τοπόσημα. Οι δρόμοι έχουν ονόματα που παραπέμπουν σε πράγματα, αλλά δεν μπορείς να ξέρεις σε τι ακριβώς, γιατί δεν υπάρχει κάποια συγκροτημένη πολιτική δημόσιας μνήμης. Οταν τοποθετείται κάποια σήμανση είναι σαν ταφόπλακα, μαρμάρινη, με χαραγμένη την πληροφόρηση πάνω, λες κι είναι τάφος ή παγίδα για τους πεζούς. Η σύγκριση με τον τρόπο που «στήνουν» τη δημόσια πληροφόρηση για κορυφαίες στιγμές του 20ού, 21ου αιώνα άλλες πόλεις, όπως το Βερολίνο, είναι απογοητευτική. Σ’ εμάς υπονοείται πως το παρελθόν δεν έχει βαρύτητα. Οι εμπειρίες μας υποτιμώνται συστηματικά – κι αυτό τροφοδοτεί το κόμπλεξ.
Ούτε η Αθήνα ούτε η Θεσσαλονίκη είναι σύγχρονες πόλεις. Χωρίς να πατάνε, όμως, ούτε στο παρελθόν (που είναι θαμμένο κάτω από κάδους σκουπιδιών και κράσπεδο με λακκούβες), ούτε στο μέλλον, μάλλον δεν πατάνε πουθενά. Οι εκκλησίες έχουν παρκαρισμένα τζιπ από μπροστά, όχι κάποια στήλη που να πληροφορεί (μα να πει τι στους κομπλεξικούς; Αφού τα ξέρουνε). Ιστορικές διαδρομές, τύπου Μοναστηράκι – Σύνταγμα – Κολωνάκι, είναι σαν βουβές ταινίες. Υπονοούνται πράγματα, αλλά πρέπει να τα μαντέψεις, να συνδημιουργήσεις εσύ την αφήγηση, η πόλη δεν έχει κάτι να σου πει, σου έχει γυρίσει την πλάτη. Δεν σου πετάει καν ημερομηνίες καταπρόσωπο, όπως τόσες και τόσες πόλεις της κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης που κάποια στιγμή δημιουργούν, ακόμη και στον πιο βλαμμένο, την ανάγκη να αναρωτηθεί τι έγινε το 1944 και το βλέπει παντού γύρω του. Σ’ εμάς ησυχία. Αποφεύγονται έτσι και οι «εντάσεις» μεταξύ των «νηπίων» (δηλαδή των κατοίκων της χώρας).

