Στην αρχή ήταν η συνάντηση που διοργάνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ στον ΟΗΕ με ηγέτες μουσουλμανικών χωρών για την κατάσταση στη Γάζα, στην οποία ο Ταγίπ Ερντογάν τοποθετήθηκε σε περίοπτη θέση, σχεδόν ως συμπροεδρεύων με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Ακολούθησε δύο ημέρες μετά η υποδοχή του Τούρκου προέδρου στο Οβάλ Γραφείο. Την περασμένη Δευτέρα, ήρθαν η τελετή στο Σαρμ ελ Σέιχ και η συμφωνία ειρήνης στη Γάζα.
Και στις τρεις περιπτώσεις ο Τραμπ εκθείασε τον Ερντογάν στον υπερθετικό βαθμό: «Ενας πολύ σημαντικός ηγέτης. Διαθέτει έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στον κόσμο. Εχει κερδίσει πολλές συγκρούσεις, αλλά δεν θέλει να του αποδοθούν τα εύσημα. Θέλει να τον αφήσουν ήσυχο. Είναι σκληρός, αλλά είναι φίλος μου. Οποτε τον χρειάστηκα, ήταν εκεί για μένα. Ποτέ δεν με απογοητεύει. Είναι καταπληκτικός».
Αν και δεν πρέπει να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αναπόφευκτα η υπερβολική θέρμη που επιδεικνύει ο Αμερικανός πρόεδρος για τον Τούρκο ομόλογό του δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από την Αθήνα.
Οχι εύκολη αντιπο- λιτευτική κριτική, αλλά ούτε και επικοινωνιακά παιγνίδια.
Δεν ξέρω τι χειροπιαστό έχει πάρει μέχρι στιγμής, ίσως όχι πολλά αν κρίνει κανείς και από τον απόηχο της συνάντησης στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, οφείλουμε να παρακολουθούμε με μεγάλη προσοχή αυτή τη σχέση και να κινούμαστε στοχευμένα τόσο στο διμερές επίπεδο Αθήνας – Ουάσιγκτον, όσο και στο πολυμερές, μέσα από τη συμμετοχή μας σε περιφερειακά σχήματα που διαδραματίζουν ρόλο στην Αν. Μεσόγειο.
Εδώ θα χρειαστεί η βοήθεια της ομογένειας. Οσοι Ελληνοαμερικανοί έχουν προσβάσεις στον Λευκό Οίκο, τώρα είναι η ώρα να το αποδείξουν στην πράξη. Παράλληλα, η ελληνική παρουσία στο Κογκρέσο παραμένει αισθητή και ίσως αναβαθμιστεί στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμ-βρίου του 2026.
Με το διακύβευμα να υπερβαίνει πρόσωπα και κυβερνήσεις, δεν υπάρχει χώρος ούτε για επικοινωνιακά παιγνίδια των μεν, που βλέπουν «θερμές χειραψίες» Τραμπ – Μητσοτάκη, ούτε για διολίσθηση των δε στην εύκολη αλλά εθνικά επικίνδυνη κριτική για το πώς ο Τραμπ στη διάρκεια της ομιλίας του «αγνόησε» επιδεικτικά τον Μητσοτάκη. Αν σχεδόν αγνόησε κάποιον αυτός δεν ήταν ο Μητσοτάκης, αλλά η Ελλάδα. Η όποια ανησυχητική εξέλιξη δεν αφορά τον συγκεκριμένο πρωθυπουργό, αλλά τη χώρα.
Στο πλαίσιο αυτό, παρότι ο γράφων ήταν μέχρι πρότινος της άποψης ότι μια επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Λευκό Οίκο δεν θα υπηρετούσε απαραιτήτως τα εθνικά συμφέροντα και δεν θα έπρεπε να αποτελεί προτεραιότητα, οι εξελίξεις γεννούν δεύτερες σκέψεις.
Χρειάζεται να κινηθούμε σε μια λεπτή ισορροπία –με δεδομένη τη σχέση Ελλάδας και Κύπρου με το Ισραήλ, αλλά και την πρόσκληση των δύο χωρών στο Σαρμ ελ Σέιχ– αναδεικνύοντας πιο έντονα τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, σε στενή συνεργασία με την ομογένεια, που αποτελεί ένα από αυτά.

