Δυσκολεύομαι να δω φωτογραφίες/βίντεο όπου συγγενείς υποδέχονται ομήρους/αιχμαλώτους που επιστράφηκαν/αποδόθηκαν. Νιώθω πως κοιτάζω εκεί που δεν πρέπει, στην προσωπική τους σφαίρα που έγινε δημόσια λόγω πολέμου. Ζευγάρια που επανενώνονται στο Ισραήλ. Τεράστια πλήθη Παλαιστινίων που σηκώνουν ψηλά τα μωρά – αυτά που επέζησαν. Δεν αντέχω να το δω. Αλλωστε τι νόημα έχει να κοιτάξω αυτές τις φωτογραφίες; Αν κοίταζα πλάσματα του βυθού, δεν θα ήταν μικρότερη η απόσταση. Η ζωή αυτών που επιβίωσαν από βασανιστήρια μού είναι απροσπέλαστη.
Ο πόλεμος φυσικά καταλύει το ιδιωτικό. Ξεκινάει από το ξεκοίλιασμα σπιτιών: βλέπουμε τα σπίτια χωρίς τοίχους, έπιπλα ή ρούχα, χωρίς τίποτα που να θυμίζει σπίτι. Εδώ, όμως, κάποτε υπήρχε ζωή, ο ιδιωτικός κι απαραβίαστος χώρος μιας οικογένειας ξεριζωμένων. Ο πόλεμος υπονομεύει την ιερότητα του σπιτιού και του προσώπου που καλείται να πολεμήσει, να σκοτωθεί, να κλειστεί στο καταφύγιο, να υπομείνει μια κόλαση. Στην πράξη, εύκολα δεχόμαστε να μας δείχνουν τα πρόσωπα των ομήρων σε φωτογραφίες εναγκαλισμού, γιατί μας τα ’χουν ήδη δείξει προκειμένου να καταστήσουν πειστικό το δίκαιο αίτημα της απελευθέρωσής τους.
Η κάλυψη της επιστροφής ομήρων και αιχμαλώτων επιτελεί, άλλωστε, και αυτήν τη λειτουργία: μέσα από τις φωτογραφίες προσώπων με σάρκα και οστά, όνομα και μάτια, περνάμε σε μια άλλη σφαίρα αφήγησης γύρω από τον πόλεμο. Αντί γι αριθμούς σκοτωμένων βλέπουμε τώρα πρόσωπα ανθρώπων, κατάκοπα, εξαθλιωμένα, πρόσωπα πάντως. Ισως, έτσι, ν’ ανακτηθεί και το μέτρο των πραγμάτων που έχει χαθεί εδώ και μήνες: οι Ισραηλινοί όμηροι είναι άνθρωποι, οι Παλαιστίνιοι αιχμάλωτοι είναι άνθρωποι. Οσοι σκοτώθηκαν, άνθρωποι ήταν κι αυτοί.
Η εικόνα μού σερβίρεται, φυσικά, και για έναν άλλο λόγο. Πρέπει να δώσω τα κλικς σε ρεπορτάζ που εκμεταλλεύονται το συναίσθημα. Να κοιτάξω την τηλεόραση. Το βίντεο. Ακόμα και στα απόνερά του ο πόλεμος (ωραίο πράγμα, που πουλάει, για να παραφράσω τον Μπρεχτ) δεν τελειώνει ακριβώς κι ολοκληρωτικά. Το θέαμα παραλλάσσεται. Νέο επεισόδιο: Μια μάνα που αγκαλιάζει το παιδί της. Δεν μπορώ να τα βλέπω αυτά. Ποιος μπορεί πραγματικά να παρακολουθεί συγγενείς που χαίρονται δημόσια, επειδή η τρομοκρατική οργάνωση τους γύρισε τον συγγενή τους; Ποιος μπορεί να κοιτάζει παιδάκια στη Γάζα που πανηγυρίζουν, γιατί κάποιος τώρα τους έριξε ένα κομμάτι ψωμί; Η αξιοπρέπεια ίσως επιτάσσει μία αποστροφή του βλέμματος. Δεν ξέρω.
Ας πάμε λίγο παραδίπλα τώρα, στη ζώνη προνομίου όπου ζούμε. Χάριν θεάματος και για την εξυπηρέτηση κάθε είδους σκοπιμοτήτων από τους διοργανωτές, βλέπουμε εδώ και καιρό τα πρόσωπα των συμμετεχόντων στις διαδηλώσεις. Στα περισσότερα ελληνικά Μέσα δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός να δούμε πρόσωπα ατόμων που παρευρέθησαν σε μία αντιπολεμική διαδήλωση, σε μία συζήτηση για το Ισραήλ, σε μία διαμαρτυρία για τη Γάζα. Νομικά, σχεδόν σίγουρα η ελευθερία του Τύπου καλύπτει τέτοιες δημοσιεύσεις, αλλά πόσο σκόπιμες είναι; Γιατί είναι σχεδόν αυτονόητο ότι αφού βγήκες από το σπίτι σου, για να πανηγυρίσεις, να διαμαρτυρηθείς, να διαδηλώσεις, θα δούμε το πρόσωπό σου και θα το μάθουμε κι αυτό; Προσοχή: δεν μιλάω για ακτιβιστές, καλλιτέχνες, δημόσια πρόσωπα. Μιλάω για ιδιώτες. Ενα επιχείρημα που πείθει είναι η εξυπηρέτηση της ιστορικής γνώσης, η δημιουργία τεκμηρίων για το μέλλον. Το ακούω, όμως το κίνητρο είναι αλλού.
Ποιος ξεχωρίζει πρόσωπα μέσα στο πλήθος; Οι άνθρωποι δεν μπορούν. Μπορεί, όμως, η τεχνολογία. Η ιερότητα του προσώπου έχει καταλυθεί, γιατί οτιδήποτε άβατο/ιερό δεν μπορεί να πουληθεί. Η ιδιωτικότητα (privacy) ιδιωτών έχει τρωθεί, αφού τα προσωπικά δεδομένα λειτουργούν ως νομίσματα. Ε και, τι έγινε; Τίποτα πραγματικά. Αλλωστε, η ιδέα της συναίνεσης έχει υποχωρήσει τόσο πολύ (βλ. όρους και προϋποθέσεις), η επιτήρηση είναι τόσο γενικευμένη, ώστε εάν κάποιος έλεγε σε ανθρώπους σαν κι εμένα, γεννημένους μετά το 1990, να ζήσουμε αλλιώς, θα μπερδευόμασταν.

