Λίγες ώρες προτού ανακοινωθεί το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας (που εύχομαι, φυσικά, να απονεμηθεί σε γυναίκα συγγραφέα), κοίταζα πάλι την περυσινή ομιλία της νικήτριας Χαν Γκανγκ. Πρόκειται για μία εξαιρετική ομιλία αποδοχής βραβείου. Αναρωτιέται η λογοτέχνης: μπορούμε να είμαστε πραγματικά αθώοι, ενώ είμαστε άνθρωποι; Πώς το είδος μας δημιουργεί και, ταυτόχρονα, καταπιέζει με απίστευτη σκληρότητα;
Καθώς ιδεολογίες που οδηγούν στη μικροψυχία και τη μικρότητα κάνουν επάνοδο, καθώς, εντελώς αναίσχυντα πια, μπορεί να λέει ο καθένας ό,τι θέλει, για να δικαιολογεί κάθε μορφή κρατικής, συλλογικής ακόμη και ατομικής ωμότητας, ξεφύλλιζα πάλι την ποιητική και λιτή ομιλία της. «Σε ποιον βαθμό μπορούμε να αποφύγουμε τη βία; Τι συμβαίνει σε όποιον αρνείται να ανήκει στο ανθρώπινο είδος;». Οι ερωτήσεις, φυσικά, σχετίζονται με το πασίγνωστο έργο της Η Χορτοφάγος όπου μια γυναίκα αρνείται να φάει κρέας, να συμμετέχει στη βία και τελικά στα ανθρώπινα. Παρίας, ανοικειωτική, γίνεται φυτό που τρέφεται με ήλιο και νερό. Μπορεί κανείς να διαβάσει πολλαπλά την αλληγορία της, αλλά νομίζω θέτει σπουδαία ερωτήματα σε σχέση με το πώς υπάρχουμε μέσα στον κόσμο και πως δικαιολογούμε τη βία, ειδικά όταν αυτή είναι συστημική, μια καλοκουρδισμένη μηχανή που δεν σηκώνει αντιρρήσεις.
Εάν ο κόσμος είναι σκληρός και βίαιος, μια μηχανή παραγωγής τραύματος, πώς μπορούμε να ζήσουμε μέσα στον κόσμο; Αυτό την απασχόλησε στα Μαθήματα Ελληνικών. Δύο τυχαίοι άνθρωποι έρχονται σε επαφή σ’ ένα φροντιστήριο όπου διδάσκεται μία χαμένη γλώσσα, τ’ αρχαία ελληνικά. Εκεί η συγγραφέας ψηλαφεί ό,τι είναι τρυφερό στον άνθρωπο. Μήπως υπάρχει, λοιπόν, κάτι θερμό και φωτεινό μέσα μας που μας επιτρέπει ν’ αντέχουμε, παρά ταύτα; Κάτι σαν πίστη; Μια υπέρβαση;
Ολ’ αυτά αποτελούν τεράστιο μπέρδεμα για τους ανθρώπους όλων των εποχών: οι άνθρωποι είναι ικανοί για πράξεις ανείπωτης κακίας. Αρκεί ένα βλέμμα στη Γάζα! Αρκεί η συνειδητοποίηση πως έχουμε σχεδόν έμφυτη μια τάση να συντασσόμαστε με τον δυνατό, αυτόν που συντρίβει. Αλλά και σε μικρότερη κλίμακα τα ανθρώπινα είναι μπερδευτικά: κάποιος που θα κλωτσήσει το παιδί του μπορεί να φέρεται καλά σε άλλη περίσταση, με θάρρος και εντιμότητα. Πώς γίνεται;
«Πώς μπορούν οι άνθρωποι να είναι τόσο βίαιοι;», αναρωτήθηκε, μπροστά στα μέλη της Σουηδικής Ακαδημίας – ερώτημα που την απασχολεί και στο βιβλίο της Human Acts, ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά. «Και πώς μπορούν, ταυτόχρονα, να εναντιώνονται σε μια βία συντριπτική;». Πότε διαλέγει να πάει κανείς με την πλευρά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Οταν έγραφε το Human Acts, κάθε μέρα, για εννιά ώρες διάβαζε μαρτυρίες για περιστατικά κρατικής βίας, ιδίως σε σχέση με τον ξεσηκωμό στην Gwangju, πόλη της Νότιας Κορέας, όπου το 1980 σφαγιάστηκαν νέοι άνθρωποι. Εχασε εντελώς την πίστη της στην ανθρωπότητα. Το παράτησε το μυθιστόρημα, για να το ξαναπιάσει πάλι. Αποφάσισε ν’ ανάψει ένα κεράκι και να φωτίσει τους νεκρούς, να χύσει παρελθόν μέσα στο παρόν, ώστε ό,τι χάθηκε να βρει σάρκα και οστά μέσα στις λέξεις. Ακούγεται ανέφικτο, αλλά δεν είναι, αφού η ποιητική πρόζα αποτελεί αναδιάταξη πραγματικότητας, όχι υποταγή στο πραγματικό.
Στο τέλος της ομιλίας της ευγνωμονεί τις αναγνώστριες. Παρομοιάζει τον εαυτό της με κάποια που έχει καταληφθεί από ηλεκτρικό ρεύμα. Μέσα στο σύρμα της γλώσσας το ρεύμα μάς βρίσκει και μας συγκινεί. Οταν συμβαίνει αυτό, δεν επιστρέφουν οι νεκροί, ούτε «δικαιώνονται» όσοι πήγαν χαμένοι από την κρατική βία και ανικανότητα, ούτε γυρίζουν όσοι ανατινάχτηκαν ομαδικά στις μηχανές του πολέμου προξενώντας μας μία απερίγραπτη ντροπή που είμαστε άνθρωποι. Συμβαίνει κάτι άλλο, όμως, μαγικό. Δεν είμαι σίγουρη τι. Ενδεχομένως να σχετίζεται με την καλλιέργεια εκείνων των μαλακών σημείων μέσα μας που υπονοούν την αξιοπρέπεια, ακόμη και την πιθανότητα της αγάπης. Αξίζει να διαβάσετε την ολιγοσέλιδη ομιλία της στην ιστοσελίδα του Βραβείου Νόμπελ ή στο βιβλιαράκι Λευκό (εκδόσεις Καστανιώτη) όπου είναι ενσωματωμένη και μεταφρασμένη στα ελληνικά από τη Δέσποινα Κανελλοπούλου.

