Μετά τη ∆ΕΘ, γίναμε μάρτυρες δύο παράλληλων κόσμων στην πολιτική ερμηνεία της οικονομικής πραγματικότητας. Ο πρωθυπουργός ήταν κάτι παραπάνω από κατηγορηματικός ότι οι παροχές που ανακοίνωσε από το βήμα της Θεσσαλονίκης κινήθηκαν στο απόλυτο όριο των δυνατοτήτων του ελληνικού Δημοσίου με βάση τις δεσμεύσεις της Ελλάδας στους δημοσιονομικούς κανόνες της Ευρωζώνης. Η αντιπολίτευση υποβάθμισε τις φοροελαφρύνσεις και τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, υπονοώντας ότι θα ήταν εφικτές πιο γενναίες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της στήριξης των εισοδημάτων.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, εξ ου και απευθυνθήκαμε σε πηγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απολύτως αρμόδια να ξεδιαλύνει το τοπίο. Στις διευκρινιστικές ερωτήσεις μας, λάβαμε «πληρωμένες απαντήσεις» για το σύνολο του πολιτικού συστήματος.
Πρώτον, η Ελλάδα έχει δεσμευθεί συγκεκριμένα για μέγιστη αύξηση καθαρών δαπανών 3,7% το 2025, 3,6% το 2026, 3,1% το 2027 και 3% το 2028. Αυτό αντιστοιχεί σε μέση αύξηση καθαρών δαπανών 3,3% κατά την περίοδο προσαρμογής 2025-2028. Επομένως, οι δυνατότητες για παροχές είναι σαφώς και αυστηρά προκαθορισμένες, γεγονός που δεν υπέπεσε στην αντίληψη της αντιπολίτευσης.
Δεύτερον, η κυβέρνηση μπόρεσε να εκπονήσει αυτό το πακέτο παροχών για το 2025 με δημοσιονομικό χώρο τον οποίο η ίδια δημιούργησε, από τη στιγμή που δεν εξάντλησε το περιθώριο των δαπανών το 2024 – το ελληνικό κράτος κατέγραψε το περασμένο έτος δημοσιονομικό πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ, σημαντικά υψηλότερο από το έλλειμμα 0,6% με το οποίο αρκούνταν οι ευρωπαϊκές προβλέψεις. Μικρή θυσία στον βωμό του πολιτικού σχεδιασμού της;
Η πολιτική εργαλειοποίηση μέσα από την προσαρμογή της οικονομικής πραγματικότητας στις κομματικές επιδιώξεις δεν είναι κάτι καινούργιο. Απομακρύνει όμως τη συζήτηση από την ουσία. Παρά τις μικρές ελαφρύνσεις, το ελληνικό Δημόσιο συνεχίζει να υπερφορολογεί, μειώνοντας μάλιστα την ανοχή του κράτους στη φοροδιαφυγή και στη φοροαποφυγή. Δημιουργεί έτσι πλεονάσματα – μαμούθ.
Το καλό είναι ότι ένα μεγάλο μέρος τους καταλήγει σε πρόωρες αποπληρωμές του δημόσιου χρέους, γεγονός που μας επιβεβαίωσαν και από τις Βρυξέλλες. Το κακό είναι ότι το κράτος «καταπιέζει» την ανακάμπτουσα από την κρίση οικονομική δραστηριότητα, με τον κίνδυνο να στερεί έτσι υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, οι οποίοι θα υποστήριζαν τους ίδιους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά συγχρόνως θα ενίσχυαν τα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο· να και κάτι που δεν ενδιαφέρονται να εξετάσουν στην Κομισιόν.
Ομολογουμένως, το πρόσφατο παρελθόν δημιουργεί δικαιολογημένες ανασφάλειες περί τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας. Υπ’ αυτήν την έννοια, εξηγεί σε έναν βαθμό τη συντηρητική αυτή δημοσιονομική πολιτική η οποία, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα συνεχίσει να ακολουθεί την πεπατημένη.

