Είναι ενδιαφέρουσα η αναλογία μεταξύ της τραγωδίας των Τεμπών το 2023 και του τραγικού δυστυχήματος που έγινε στα Τέμπη το 2003. Τότε, όπως θυμήθηκε την Πέμπτη (2.10.2025) ο δικός μας Σάκης Μουμτζής, συγκρούσθηκε ένα πούλμαν με μια νταλίκα και χάθηκαν 21 νέα παιδιά.
Είναι περίπου αληθές ότι για εκείνο το δυστύχημα «η υπόθεση οδηγήθηκε στις αίθουσες των δικαστηρίων χωρίς κραυγές». Ναι, δεν έγιναν μεγάλες διαδηλώσεις, ούτε απεργίες πείνας. Υπήρξαν όμως κραυγές και βιτριολικά σχόλια για την κυβέρνηση και το κράτος που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την εθνική οδό. Για παράδειγμα, ένας βουλευτής της Ν.Δ. έλεγε ότι «δολοφονήθηκαν 21 δεκαεξάχρονα παιδιά εκείνο το κυριακάτικο βράδυ στα Τέμπη. Ποιοι επιτέλους είναι οι δολοφόνοι και οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας αυτών των παιδιών;» (Βουλή, 20.5.2003). Τέτοια σχόλια ήταν κοινός τόπος στα social media της εποχής· τότε ήταν τα πρωινάδικα και τα βραδινά τοκ-σόου των καναλιών. Αλλά αυτά τα σχόλια δεν τροφοδότησαν τότε κάποιο κίνημα Αγανακτισμένων. Η οργή εκτονώθηκε ένδεκα μήνες μετά, όταν η αντιπολιτευόμενη Ν.Δ. κέρδισε με 45% τις εκλογές.
Η τραγωδία του 2023 έπαιρνε αρχικώς τον ίδιο ομαλό δρόμο. Oπως προσφυώς σημείωσε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Στέφανος Παραστατίδης, «το δυστύχημα έγινε στις 28 Φεβρουαρίου του 2023. Βγήκε κανένας να διαδηλώσει στους δρόμους τον Μάρτιο του 2023; Αντέδρασε κανένας τον Απρίλιο; Τον Μάιο; Το καλοκαίρι, τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο; Πότε ξεκίνησε όλο αυτό; Oταν η Νέα Δημοκρατία δεν επέτρεψε να οδηγηθεί ο Κώστας Καραμανλής, ως ώφειλε, στη Δικαιοσύνη με βάση το πόρισμα της Ευρωπαίας Εισαγγελέως» (ΕΡΤ, 1.10.2025) για τη σύμβαση 717.
Δεν ήταν το δυστύχημα καθαυτό που ξεσήκωσε τον κόσμο. Η διαχείριση του συμβάντος από την κυβέρνηση καλλιέργησε την οργή.
Δεν ήταν το δυστύχημα καθαυτό που ξεσήκωσε τον κόσμο. Τέσσερις μήνες μετά την τραγωδία, η Νέα Δημοκρατία πήρε 200.000 ψήφους παραπάνω σε σύγκριση με το 2019. Αύξησε τα ποσοστά της από 39,85% σε 40,79%. Η διαχείριση του συμβάντος –ίσως λόγω της υπεροψίας που γέννησε το «σαρανταενατακατό»– καλλιέργησε την οργή. Μετά το μπάζωμα, που έγινε για καθαρά προεκλογικούς λόγους, ακολούθησαν τα καμώματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην εξεταστική επιτροπή, η οποία κατά τον κ. Κυριάκο Μητσοτάκη «δεν ήταν η καλύτερη στιγμή του κοινοβουλίου» (29.1.2025).
Δύο πράγματα δεν υπολόγισε, εν τη αλαζονεία της, η κυβέρνηση. Πρώτον, σε όλες τις δυτικές χώρες υπάρχει ένα παχύ στρώμα καχυποψίας για το πολιτικό σύστημα. Αυτό τρέφεται αλλά δεν παράγεται από τα κοινωνικά δίκτυα. Στην Ελλάδα η καχυποψία είναι κάπως μεγαλύτερη, αφού έχουμε νωπή την εμπειρία της χρεοκοπίας, η οποία –όπως ορκιζόταν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα: κόμματα, ΜΜΕ, συνδικάτα κ.ά.– δεν θα γινόταν ποτέ.
Δεύτερον, προϋπήρξε το μέγα σκάνδαλο των υποκλοπών. Η ουσία της υπόθεσης δεν άγγιξε τους πολίτες. Σιγά μη σκάσουν που η κυβέρνηση παραβίαζε τα δικαιώματα άλλων πρωταγωνιστών του πολιτικού συστήματος· «ας παρακολουθιούνται ανάμεσά τους», είπε κάποιος. Οι κυβερνητικές μεθοδεύσεις, όμως, για τη συγκάλυψη του σκανδάλου δεν πέρασαν απαρατήρητες. Τις θυμήθηκαν όλοι όταν επιχειρήθηκε το κουκούλωμα κάποιων πτυχών μιας υπόθεσης που τους άγγιζε άμεσα, αφορούσε δηλαδή ένα δυστύχημα που θα μπορούσε να σκοτώσει τα δικά τους παιδιά.
Σύμφωνοι! Υπάρχουν πολιτικοί και κόμματα που τοκίζουν στην οργή, social media που τη φουντώνουν. Ολοι αυτοί όμως βρίσκουν (κυβερνητικές μεθοδεύσεις) και κάνουν (θεωρίες συνωμοσίας). Επιταχύνουν την αποσύνθεση, αλλά δεν αποτελούν το «κινούν αίτιο». Αν μάλιστα κοιτάξουμε τα καμώματα της κυβερνητικής πλειοψηφίας στην τωρινή εξεταστική επιτροπή για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, μπορούμε με ασφάλεια να προβλέψουμε ότι το παχύ στρώμα δυσπιστίας που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία φουσκώνει έτι περαιτέρω, με κίνδυνο να μας πνίξει όλους και πρώτα απ’ όλα τη δημοκρατία.

