Στη σκιά της παγκόσμιας γεωπολιτικής αναταραχής, η συζήτηση για την ασφάλεια της Ε.Ε. και των κρατών-μελών της φουντώνει. Δύο παράμετροι θα επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα. Η μία είναι ο τρόπος και η άλλη είναι η διαδικασία.
Ως προς τον τρόπο, υπάρχουν τρεις κύριες μέθοδοι για την αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών. Η πρώτη είναι η αγορά υπηρεσιών ασφάλειας από τρίτους. Δηλαδή η καταφυγή σε μισθοφόρους, οι οποίοι έναντι αμοιβής αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή της υπεράσπισης του εργοδότη τους. Το πλεονέκτημα για τον εργοδότη είναι ότι ο ίδιος δεν επιβαρύνεται με το ανθρώπινο κόστος που συνεπάγεται η δυνητική σύγκρουση με εχθρούς. Χρειάζονται όμως πολλά χρήματα για ένα μισθοφορικό στρατό και η αφοσίωσή του στον κατά περίπτωση εργοδότη του είναι αμφίβολη.
Η δεύτερη μέθοδος είναι η εκχώρηση της ασφάλειας σε έναν ισχυρό και πρόθυμο προστάτη – π.χ. σε άλλο κράτος. Ο προστάτης αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας όλες τις ενέργειες που σχετίζονται με την άμυνα του προστατευομένου. Το μειονέκτημα είναι προφανές. Ο προστατευόμενος καθίσταται εξαρτημένος από τον προστάτη και θα πρέπει μοιραία να ακολουθεί τις επιθυμίες του. Διαφορετικά κινδυνεύει να βρεθεί εκτεθειμένος έναντι τρίτων. Η εξοικονόμηση υλικών και ανθρώπινων πόρων αντισταθμίζεται από την αναπόφευκτη πολιτική υποτέλεια που συνεπάγεται η εξάρτηση.
Η τρίτη μέθοδος είναι η ανάπτυξη αμυντικών δυνατοτήτων με ίδια μέσα. Δηλαδή με τη διάθεση επαρκών χρηματικών ποσών και αντίστοιχου ανθρώπινου δυναμικού. Αυτό σημαίνει στρατιωτικές δυνάμεις κατάλληλα εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες, οι οποίες στελεχώνονται από πολίτες της οντότητας που θέλει να προστατεύσει τον εαυτό της. Το όφελος έγκειται στο ότι αυτές οι δυνάμεις ανήκουν κυριαρχικά σε εκείνον που τις έχει δημιουργήσει και επομένως μπορεί να τις χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν. Υπάρχει βεβαίως και η άλλη πλευρά του νομίσματος, η οποία περιλαμβάνει το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, που θα πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση που χρειαστεί η χρήση των εν λόγω δυνάμεων. Με απλά λόγια: Τα τυχόν φέρετρα θα περιλαμβάνουν νεκρούς που δεν θα μας είναι ξένοι.
Ως προς το σκέλος της διαδικασίας, αυτή σχετίζεται πρωτίστως με τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Η Ε.Ε., όπως είναι σήμερα δομημένη, είναι ένας αργοκίνητος μηχανισμός, ο οποίος δεν μπορεί να ανταποκριθεί με ταχύτητα σε μείζονες κρίσεις. Κάθε κράτος-μέλος έχει τα δικά του συμφέροντα, τα οποία παγίως προτάσσει. Οι συμβιβασμοί δεν είναι εύκολη υπόθεση και απαιτούν χρόνο. Ομως η καθυστέρηση λειτουργεί εις βάρος της αποτελεσματικότητας. Μέχρι να διαμορφωθεί η κοινή στάση των Ευρωπαίων εταίρων, τα γεγονότα έχουν πάρει τη δική τους τροπή, η οποία επηρεάζεται καταλυτικά από διεθνείς δρώντες που έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν εγκαίρως και αποφασιστικά, σε αντίθεση με την Ε.Ε. που αντιδρά αργοπορημένα και δειλά.
Η θεραπεία του προβλήματος απαιτεί τη ριζική αναδιάρθρωση των διαδικασιών. Δηλαδή μεγαλύτερη ευελιξία στη λήψη αποφάσεων, με έμφαση όχι στην εξασφάλιση ομοφωνιών, αλλά στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου. Εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες. Είναι τα κράτη-μέλη διατεθειμένα να εκχωρήσουν πλήρως ή οπωσδήποτε σε πολύ μεγάλο βαθμό την άμυνά τους σε έναν υπερεθνικό οργανισμό; Είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε ότι κάποιοι άλλοι θα έχουν περισσότερο λόγο από την εκάστοτε δική μας κυβέρνηση για ζητήματα που άπτονται της εθνικής μας ασφάλειας; Ή ότι μοιραία οι πιο ισχυροί μας εταίροι θα έχουν εξ αντικειμένου μεγαλύτερη βαρύτητα στον ορισμό των προτεραιοτήτων και στην αντιμετώπιση των συναφών απειλών; Εάν η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα είναι κατηγορηματικά αρνητική, τότε δεν έχει νόημα να συζητούμε για κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας της Ε.Ε., διότι πολύ απλά θα πρόκειται για ακαδημαϊκή κουβέντα. Μόνος δρόμος από εκεί και πέρα θα είναι η εγκατάλειψη της ιδέας της στενής αμυντικής συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της επικέντρωσης στις εθνικές προσπάθειες, οι οποίες μόνο εν μέρει θα είναι συντονισμένες. Η Ε.Ε. θα συνεχίσει να είναι ένας γεωπολιτικός νάνος, ο οποίος μάλιστα θα τείνει διαρκώς να «κονταίνει» στο ανταγωνιστικό διεθνές στερέωμα.
Τόσο ο τρόπος όσο και η διαδικασία συνεπάγονται κόστος: οικονομικό, ανθρώπινο, διπλωματικό, πολιτικό. Οποια μέθοδος κι αν επιλεγεί θα έχει κόστος – δεν πρέπει να το παραγνωρίζουμε. Το ερώτημα είναι ποια υπολογίζουμε ότι είναι πιο αποδοτική και επομένως πιο συμφέρουσα. Ανέξοδες επιλογές δεν υπήρξαν ποτέ – ούτε πρόκειται να υπάρξουν.
*Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

