Ελεγαν οι παλιότεροι ότι όποιος έχει δημόσιο ρόλο πρέπει να έχει «γερό στομάχι». Στις μέρες μας δεν αρκεί ούτε αυτό, πρέπει να φοράς μια πανοπλία απόλυτης αναισθησίας, να είσαι δηλαδή τεφλόν, ή να αγνοείς απλώς τι γίνεται γύρω σου για να μπορείς να επιβιώσεις. Και ας πούμε ότι πολιτικοί ή δημοσιογράφοι είναι αναγκασμένοι και –θεωρητικά– εκπαιδευμένοι στη συμβίωση με την τοξικότητα. Εχουν, έχουμε δει και ακούσει πολλά. Ξέρουμε ότι ο δημόσιος διάλογος δεν είναι πια ένα απλό καμίνι στο οποίο μπαίνει κάποιος άψητος και εύχεται να μη βγει καμένος. Είναι ένα τεράστιο Κολοσσαίο με φανατισμένες και βαθύτατα διχασμένες κερκίδες, που διψούν για αίμα στη σκηνή. Οι κραυγές και οι ύβρεις επικαλύπτουν κάθε φωνή λογικής ή μετριοπάθειας. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο –κυρίως– βλέπουμε ότι η πολιτική δεν προσελκύει πλέον τα πιο λαμπρά μυαλά και τους ανθρώπους που έχουν πετύχει κάπου αλλού στη ζωή τους. Εχει γίνει μαγνήτης για προϊόντα κομματικών σωλήνων, απογόνους τζακιών και ανθρώπους που συνδυάζουν το ταλέντο των δημοσίων σχέσεων με το θράσος. Εξαιρέσεις υπάρχουν και γι’ αυτό η χώρα στέκεται όρθια. Αλλά δεν είναι ο κανόνας και αυτό εξηγεί πολλά. Είναι μεγάλη απόφαση να θυσιάσεις κάθε ιδιωτικότητα και να μπορείς να καταπιείς βρισιές, παλαβομάρες και κακοήθειες, χωρίς να γίνεις κυνικός και αδιάφορος.
Η πίεση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γίνεται αφόρητη και πολλές φορές καλείται ο δικαστής να διαλέξει ανάμεσα στο να σεβαστεί τον όρκο και τις αρχές του λειτουργήματός του και στο λεγόμενο κοινό αίσθημα.
Στην εποχή μας, όμως, είναι εξαιρετικά δύσκολα και άλλα επαγγέλματα ή αξιώματα. Να είσαι δικαστής, για παράδειγμα, ιδιαιτέρως αν φτάνεις σε υψηλή θέση ή αν χειρίζεσαι υποθέσεις ύψιστου ενδιαφέροντος. Η πίεση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης γίνεται αφόρητη και πολλές φορές καλείται ο δικαστής να διαλέξει ανάμεσα στο να σεβαστεί τον όρκο και τις αρχές του λειτουργηματός του, και στο λεγόμενο κοινό αίσθημα. Η αλήθεια είναι ότι οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης ήταν για δεκαετίες εξαιρετικά εσωστρεφείς και αντιμετώπιζαν κάθε κριτική με καχυποψία, τουλάχιστον. Εχουν την υποχρέωση στις μέρες μας να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους, να ακούν την κοινωνία και να έχουν μια στοιχειώδη επικοινωνιακή πολιτική. Αλλο, βέβαια, αυτό και άλλο να πρέπει να αντέχουν ή να καλούνται να συνηθίσουν σε απειλές, ύβρεις και κατάρες.
Ο κίνδυνος είναι ορατός. Μέσα στο σκηνικό της ακραίας τοξικότητας, κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν θα θέλει να μπλέξει με τα δημόσια πράγματα. Θα αποκτήσουμε δικαστές-infuencers και δημόσια πρόσωπα που θα είναι ρομπότ ή επαγγελματίες δημοσιοσχετίστες, και θα λιποθυμούν μπροστά στο σκιάχτρο του πολιτικού κόστους. Ούτε η χώρα ούτε και η εποχή, όμως, το σηκώνει αυτό, με όσα γίνονται γύρω μας.

