Οι κυβερνήσεις είναι «σάπιες», η Δικαιοσύνη ανύπαρκτη, οι πολιτικοί είναι συνολικά διεφθαρμένοι. Αυτές είναι οι παραδοχές στις οποίες βασίζεται ο ρεμβασμός περί «κόμματος των Τεμπών». Τον ρεμβασμό συντηρούν και οι πρωταγωνιστές του δράματος και οι θεατές του· και εκείνοι από τους οποίους αξιώνεται να δώσουν ζωή σε μια τέτοια κίνηση και αυτοί που εγείρουν την αξίωση. Αν όμως το πρόβλημα είναι τόσο δομικό, τι θα μπορούσε να πετύχει ένα τέτοιο κόμμα; Να καταργήσει το κράτος για να μας γλιτώσει από το όνειδος που μας κατατρύχει ως πολίτες; Και μετά τι θα κάνει; Θα επανεφεύρει τους θεσμούς μαγικά, απαλλαγμένους από τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν ή μήπως θα προωθήσει ένα νέο τρόπο ζωής, χωρίς κυβερνήσεις, γραφειοκρατίες και δικαστήρια; Το πρόβλημα με τα πομπώδη αιτήματα για αλλαγή είναι ότι συνήθως δεν λαμβάνουν υπόψη τη μεγάλη εικόνα, αλλά εστιάζουν μονοθεματικά στη ρήξη. Η κάθαρση είναι το πρόσχημα, αλλά η κινητήριος δύναμη είναι ο θυμός. Ας έρθει λοιπόν η περιλάλητη ρήξη (με το κράτος, με την κυβέρνηση, με το «κατεστημένο»). Ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση; Ποιος και πώς θα διασφαλίσει ότι την επόμενη μέρα δεν θα ξαναζήσουμε παρόμοια δυστυχήματα και αντίστοιχες δυστοκίες στην έγκαιρη και σύννομη διαχείρισή τους; Οι καταγγελτικές λέξεις δεν είναι αρκετές. Χρειάζεται και πολιτική.
Κινηματική συσσωμάτωση
Η απουσία πολιτικής είναι η αόρατη γραμμή που ενώνει μια σειρά «κινημάτων» τα οποία διαφημίζονται ως εξόχως πολιτικά. Τελευταία βλέπουμε τα κινήματα να ενσωματώνουν το ένα το άλλο: σημαίες της Παλαιστίνης ως φόντο απεργιακών κινητοποιήσεων και απεργιών πείνας. Ανθρωπιστικές αποστολές με προορισμό τη Γάζα να εξελίσσονται σε αντικυβερνητικά γκρουπ, κατηγορώντας την ελληνική κυβέρνηση πως δεν τα προστατεύει από τον πόλεμο προς τον οποίο πλέουν αυτοβούλως. Ανάμεσα σε όλα αυτά δεν υπάρχει εννοιολογική ή ιδεολογική συνάφεια. Δεν έχει σχέση η δικαίωση των γονιών που έχασαν τα παιδιά τους στα Τέμπη με τον πόλεμο στη Γάζα· δεν έχουν σχέση τα ναρκισσιστικά ταξίδια στην αγκαλιά του φιλοπόλεμου Ισραήλ με τις δυνατότητες της Ελλάδας εκτός των χωρικών υδάτων της. Τα παραπάνω συνδέονται μόνον ως προς την αλυσιτέλειά τους: η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι συνεχίζεται στο Σύνταγμα (και μαζί οι επισκέψεις προσωπικοτήτων στη σκηνή του) παρότι το αίτημα της εκταφής έγινε δεκτό· τα ταξίδια δημοσιότητας στη Γάζα συνεχίζονται παρότι (αλλά και επειδή) είναι εκ των προτέρων δεδομένο ότι δεν θα οδηγήσουν στη Γάζα. Συμβαίνει κι εδώ ό,τι συμβαίνει με την ιδέα για κόμμα των Τεμπών: Σκοπός δεν είναι η παραγωγή νέας πολιτικής, αλλά η διατάραξη της ήδη υπάρχουσας· η διατάραξη για τη διατάραξη.
Η σωτήρια αυτοκτονία
Το λαϊκιστικό αυτομίσος («πόσο φρικτή και διεφθαρμένη χώρα έχουμε!») είναι εθιστικό, ειδικά όταν το κράτος κάνει τα πάντα για να το καλλιεργήσει. Η μετατροπή της καθημερινότητας σε έναν ασταμάτητο ακτιβισμό εναντίον των πάντων περνιέται για πολιτική στάση, ενώ στην πραγματικότητα είναι η ουσία της απολίτικης καθήλωσης· μια δικαιολογία να απορρίπτεις ό,τι σε περιβάλλει χωρίς να αναλαμβάνεις ευθύνη για να το διορθώσεις, παρά μόνον πρωτοβουλία για να το πατάξεις. Η απάντηση όμως στη νοσηρότητα της ανηλεούς γκρίνιας δεν είναι να επισημαίνεις διαρκώς ότι είναι υποκινούμενη, όπως κάνουν κατά κόρον στελέχη της κυβέρνησης. Το ότι η γκρίνια είναι υποκινούμενη είναι προφανές. Αυτό όμως δεν την κάνει λιγότερο υπαρκτή ή επικίνδυνη για τη δημοκρατία. Σε κάθε περίπτωση, η υποκίνηση δεν λειτουργεί χωρίς πραγματικά ερείσματα. Oποιος θέλει λιγότερη απαξίωση του κράτους, ας εργαστεί για μια σοβαρότερη εκδοχή του. Το πρόβλημα δεν είναι πώς θα γίνει αυτό, αλλά ποιος προτίθεται να αναλάβει το κόστος του. Η επιτάχυνση των λειτουργιών της Δικαιοσύνης ή η διευκόλυνση της υπουργικής λογοδοσίας, για παράδειγμα, μπορεί να μην ευνοήσουν αυτήν την κυβέρνηση· μπορεί να φέρουν γρηγορότερα την επόμενη. Καλή κυβέρνηση όμως δεν είναι αυτή που επιβιώνει, αλλά εκείνη που κάνει το σωστό κι ας είναι αυτοκτονικό.

