Δύο συναισθήματα διατρέχουν τις δυτικές κοινωνίες. Ο φόβος για τα μελλούμενα και η καχυποψία για τα παρόντα. Το πρώτο σκιαγραφείται από τη σχέση των ανθρώπων με την τεχνολογία, η οποία ήταν υπόσχεση και τώρα φαντάζει απειλή.
Δεν είναι μόνο η ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων που κατάφερε καίριο πλήγμα στην έννοια της προόδου. Είναι και οι εξελίξεις στον εργασιακό βίο που κάνουν την εξέλιξη της τεχνολογίας δυσοίωνη. Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε η αισιοδοξία ότι «μέχρι το 1960 οι άνθρωποι θα δουλεύουν 3 ώρες την ημέρα» (John Langton-Davies, «A short history of the future», 1936). Σήμερα βλέπουμε λίγους ανθρώπους να δουλεύουν πάρα πολύ και πολλούς να δουλεύουν λίγο σε κακοπληρωμένες θέσεις μερικής απασχόλησης.
Αλλά ούτε οι πρώτοι νιώθουν ασφαλείς. Τις δεκαετίες 1980 και 1990, όταν αναπτυσσόταν το πρώτο κύμα της πληροφορικής τεχνολογίας, περίσσευαν οι υποσχέσεις ότι οι θέσεις εργασίας που χάνονται στη γραμμή παραγωγής αναπληρώνονται (και με το παραπάνω) από τις θέσεις εργασίας στα γραφεία των επιχειρήσεων. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι «εργαζόμενοι του μπλε κολάρου» ήταν να επανεκπαιδευτούν, για να γίνουν οι χαρούμενοι «εργαζόμενοι του λευκού κολάρου».
Τώρα, τριάντα χρόνια μετά, περισσεύουν οι προβλέψεις ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα εξαλείψει τα πιο καλά καταφύγια της εργασίας. Καταστρέφει θέσεις ακόμη και στις τέχνες και στα γράμματα. Οι εργαζόμενοι πρέπει πάλι να επανεκπαιδευτούν για εργασίες που ακόμη δεν υπάρχουν κι αν υπάρξουν, θα βρεθεί εκείνος ο «γκουρού της τεχνολογίας» για να τις εξαλείψει. Να σημειώσουμε δε πως δεν εκπληρώθηκε η υπόσχεση ότι η τεχνολογία θα απελευθερώσει το άτομο από την προπατορική κατάρα «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τον άρτον σου» (Γένεσις 3,19) και το οκτάωρο (κατάκτηση της βιομηχανικής εποχής, πριν από ενάμιση αιώνα!) όχι μόνο δεν έγινε τρίωρο, όπως προέβλεπαν οι αισιόδοξοι άλλων εποχών, αλλά γίνεται 13ωρο, ή και 18ωρο, αν σκεφτούμε ότι η διαρκής επανεκπαίδευση είναι απλήρωτη εργασία.
Οι πολίτες νιώθουν όλο και πιο πολύ, όλο και πιο συχνά, ότι η υπόσχεση της προόδου είναι ένα στημένο παιγνίδι εις βάρος τους. Δεν τσιμπούν πλέον με αφηγήσεις ότι μπορούν να πάνε στο γκαράζ και να φτιάξουν τη νέα τεχνολογική επανάσταση. Οι περισσότεροι δεν έχουν τα παλιά μεσοαστικά σπίτια με γκαράζ, αλλά και όσοι τα έχουν δεν έχουν τον χρόνο να τα επισκεφθούν. Επιπλέον ο Μπιλ Χιούλετ, ο Ντέιβιντ Πάκαρντ, ο Στιβ Τζομπς κ.ά., εκτός από γκαράζ, είχαν και τις γνωστικές προϋποθέσεις για να κάνουν το κρίσιμο βήμα. Ηταν σε πανεπιστήμια που ο μέσος Αμερικανός σήμερα μόνο με το κιάλι μπορεί να διακρίνει.

