Η πρόσφατη εγκύκλιος για την εφαρμογή του άρθρου 27 του ν. 5226/25 που υπέγραψε ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Θάνος Πλεύρης προβλέπει ότι σε όλα τα έγγραφα από εδώ και στο εξής καταργείται ο όρος «παράτυπη μετανάστευση» (που χρησιμοποιείται στην Ε.Ε. και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς) και αντικαθίσταται με τον όρο «παράνομη μετανάστευση», καθώς ο τελευταίος αντανακλά το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ενισχύει τη διάκριση ανάμεσα στη νόμιμη και στην παράνομη παραμονή στη χώρα. Η αντικατάσταση του όρου φαίνεται να αποτελεί μια στρατηγική επιλογή από την πλευρά του υπουργείου με πολιτικές και ιδεολογικές προεκτάσεις.
Οι λέξεις «παράτυπος» και «παράνομος» μπορεί να μοιάζουν στη μορφή, αλλά έχουν διαφορετική λεξική σημασία και διαφορετικές αξιολογικές συνδηλώσεις. Στο Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής (1998) διαβάζουμε ότι «παράτυπο» είναι κάτι που γίνεται κατά παράβαση των τυπικών κανόνων, μια παράτυπη ενέργεια ή πράξη συνίσταται σε παράβαση ή αθέτηση των διαδικασιών που αφορούν τυπικά ζητήματα (π.χ. «παράτυπες εξωυπηρεσιακές δραστηριότητες», «παράτυπη ανάθεση έργου»). Αντιθέτως, «παράνομο» είναι αυτό που παραβαίνει τον νόμο και δεν γίνεται σύμφωνα με αυτόν (π.χ. «παράνομη οπλοκατοχή», «παράνομη στάθμευση»). Παράτυπος είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε μη κανονική κατάσταση ή προσωρινά εκτός τυπικής διαδικασίας, ενώ παράνομος είναι ο άνομος, ο παραβάτης που πρέπει να διώκεται και να τιμωρείται.
Είναι σαφές ότι οι δύο όροι πυροδοτούν διαφορετικές εννοιακές αναπαραστάσεις, δηλαδή κατασκευάζουν μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα με διαφορετικούς τρόπους. Σε αντίθεση με τους «παράτυπους μετανάστες», οι «παράνομοι μετανάστες» αναπαριστάνονται ως εξ ορισμού ένοχοι εγκληματίες που απειλούν τη χώρα υποδοχής. Ο χαρακτηρισμός «παράνομοι» εισάγει ένα άνισο δίπολο ανάμεσα στους εντός και στους εκτός, στα υποκείμενα που είναι νόμιμα και αποδεκτά ή όχι, έχουν δικαίωμα ύπαρξης ή όχι. Το πώς θα λεκτικοποιήσουμε την εμπειρία του κοινωνικού κόσμου, ποια λέξη θα προτιμήσουμε για την περιγραφή μιας κοινωνικής ομάδας, εκφράζει ιδεολογικές θέσεις, κατασκευάζει μια συγκεκριμένη εκδοχή της πραγματικότητας και επηρεάζει τον τρόπο που ερμηνεύουμε την εμπειρία μας. Η συχνή χρήση του επιθέτου «παράνομος» δίπλα στη λέξη «μετανάστης» εδραιώνει συνήθειες σκέψης γύρω από τους μετανάστες, οι οποίοι συσχετίζονται στερεοτυπικά με την παράβαση του νόμου, κατηγοριοποιούνται ως εχθροί και εγκληματίες. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει μοτίβα ετεροποίησης στον δημόσιο λόγο (κοινοβουλευτικό, μιντιακό) και τροφοδοτεί αρνητικές αξιολογήσεις και στάσεις απέναντι σε μεταναστευτικές ομάδες, καθώς οι πολίτες «εκπαιδεύονται» να ερμηνεύουν τις μειονοτικές / μεταναστευτικές ομάδες ως απειλή και πηγή βίας.
Η ρητορική περί «παράνομων μεταναστών» τροφοδοτεί τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τον ρατσισμό «από πάνω προς τα κάτω».
Ετσι οι λέξεις γίνονται πεδίο ιδεολογικής πάλης, εργαλείο που αιτιολογεί την επίσημη πολιτική αστυνομικής διαχείρισης στο μεταναστευτικό. Εφόσoν οι μετανάστες είναι σε καθεστώς παρανομίας, μπορούν να τελούν υπό διοικητική κράτηση διάρκειας έως 24 μηνών ή να φυλακίζονται από δύο έως πέντε χρόνια. Εκτός αν επιλέξουν οικειοθελώς να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους, οπότε η παρανομία ως διά μαγείας παύει να ισχύει. Στη σφαίρα του συμβολικού, το υπουργείο εμφανίζεται ως εγγυητής που παρέχει αίσθημα ασφάλειας και ελέγχου, ενώ η μετανάστευση εμφανίζεται ως κίνδυνος παρά ως κοινωνικό ζήτημα που απαιτεί συζήτηση και θεσμική διαχείριση. Αν είσαι εξ ορισμού παράνομος, δεν χωράει καμία συζήτηση για δικαιώματα, ένταξη ή νομιμοποίηση.
Η γλωσσική επιλογή του υπουργείου δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η Θάτσερ, η οποία λίγο πριν αναλάβει την πρωθυπουργία το 1979, αύξησε την απήχησή της στο εκλογικό σώμα εκφράζοντας τον φόβο ότι η χώρα θα κατακλυστεί από ξένους. Η ρητορική περί «παράνομων μεταναστών» συνδέεται με την κυρίαρχη αφήγηση για τη μετανάστευση ως στρατιωτική απειλή και το αντίστοιχο λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται σε τέτοιες περιπτώσεις («εισβολή μεταναστών», «κατάληψη περιοχών από μετανάστες», «ασπίδα Εβρου», «προστασία εθνικών συνόρων»). Σε αντίθεση με τον πιο ουδέτερο όρο «παράτυποι μετανάστες», ο όρος «παράνομοι μετανάστες» στιγματίζει τα πρόσωπα αναφοράς και τα παρουσιάζει ως υπαρξιακή απειλή για το έθνος-κράτος. Αλλά, όπως είπαμε, οι λέξεις είναι πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Ετσι, η ρητορική περί «παράνομων μεταναστών» φέρνει μαζί της και άλλες υπαρξιακές απειλές για την ελληνική κοινωνία. Τροφοδοτεί τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τον ρατσισμό «από πάνω προς τα κάτω» και σηματοδοτεί την απόκλιση από τα ευρωπαϊκά ιδανικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
*Η κ. Αγγελική Αλβανούδη είναι επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιογλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

