Η αναδρομή στις σχέσεις Ελλήνων και Εβραίων είναι εξαιρετικά δύσκολη στις μέρες μας για δύο βασικούς λόγους. Ο ένας αφορά τη γενοκτονία που μεθοδικότατα εφαρμόζει το κράτος του Ισραήλ εις βάρος των Παλαιστινίων στη Γάζα, γενοκτονία που κανείς οργανισμός με δυνατότητα παρέμβασης δεν πράττει κάτι για να σταματήσει. Ο δεύτερος λόγος που καθιστά δύσκολη και «υψηλού ρίσκου» την αναζήτηση της σχέσης Ελλήνων και Εβραίων κατά τις πρόσφατες δεκαετίες είναι η ευχέρεια του αντισημιτισμού, που συναντάται σχεδόν παραδοσιακά στην Ελλάδα. Ενας αντισημιτισμός προερχόμενος από μια τυφλή θρησκοληψία, από οικονομικά κριτήρια ζήλιας, από το κεντρικό γεγονός της μη σύνδεσης των Εβραίων με οικεία κρατική οντότητα έως το 1948.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης σε εξαιρετικό άρθρο του στην «Κ» της 14ης Σεπτεμβρίου, αφού ξεκαθαρίζει και τεκμηριώνει το γιατί στην πολεμική δράση του Ισραήλ κατά αμάχων ταιριάζει ο όρος γενοκτονία, εξηγεί το γιατί της βουβής ανοχής έναντι των ριζικών και μελετημένων σφαγών και μαζικών φόνων εις βάρος των Παλαιστινίων στη Γάζα. Το αποδίδει ορθότατα στην κυριαρχία της ισραηλινής Ακροδεξιάς στις κυβερνήσεις του Ισραήλ τα τελευταία είκοσι χρόνια και στην κυβερνητική νοοτροπία και κυρίως στην ιδεολογική προετοιμασία που η ισραηλινή Ακροδεξιά δόμησε για να πραγματοποιηθεί η γενοκτονία.
Στα δικά μας τελευταία πενήντα χρόνια, από τη Μεταπολίτευση και μετά, η κοινωνία μας και οι ποικίλες εκφάνσεις της μεταξύ πληθυσμών της υπαίθρου, των πληθυσμών των αστικών κέντρων, των ελίτ του χρήματος και του πνεύματος, αντιμετωπίζουν το ευρύ εβραϊκό πλαίσιο συνδέοντας εμφανώς το Ισραήλ μόνο με την εξωτερική πολιτική του και κατά κύριο λόγο συνδέοντάς το με τη στάση του κράτους του Ισραήλ απέναντι στους Παλαιστινίους.
Η αριστερή στροφή της νεολαίας και η ηθική σύνθεσή της, ακρίτως και επιφανειακώς, με το όραμα του κομμουνισμού, συνέδεσε το παλαιστινιακό ζήτημα με την έννοια της αυτοδιάθεσης, των ανθρωπίνων και εθνικών δικαιωμάτων, του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος στη Δύση. Στηρίχθηκε ως κινηματική δραστηριότητα μετά το 1974 από την κομμουνιστική Αριστερά, από το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση μέσω της σύνδεσης της εξωτερικής πολιτικής με τη Φατάχ και τον Γιάσερ Αραφάτ. Ο αστικός κόσμος αποστασιοποιήθηκε ενώ στα λαϊκότερα στρώματα ο βουβός αντισημιτισμός διατηρήθηκε μέσω δοξασιών και προκαταλήψεων.
Η κοινωνία μας αντιμετωπίζει το ευρύ εβραϊκό πλαίσιο, συνδέοντάς το μόνο με την εξωτερική πολιτική του κράτους του Ισραήλ και με τη στάση του απέναντι στους Παλαιστινίους.
Η ύφεση του παλαιστινιακού ζητήματος με τις συνομιλίες και συμφωνίες του 1993 στο Οσλο μεταξύ του δολοφονηθέντος (1995) τελικά από ακροδεξιό Ισραηλινό εξτρεμιστή πρώην στρατηγού Γιτζάκ Ράμπιν και του ιστορικού ηγέτη της μη ισλαμοποιημένης Φατάχ, πιθανώς να άνοιξαν μια θετική πόρτα και στην ελληνική δημοκρατική κοινή γνώμη. Χρονικά η περίοδος συμπίπτει με τη διάχυση στο αναγνωστικό μας κοινό έργων του αντιπολεμικού συγγραφέα και υπέρ των συμφωνιών του Οσλο, Αμος Οζ, αργότερα του Αβραάμ Γεοσουά, που τάχθηκε υπέρ των δύο κρατών – Ισραήλ και παλαιστινιακού κράτους. Στο έργο του τελευταίου «Φιλικά πυρά» παρουσιάζεται το δράμα του γονιού που αναζητάει τις συνθήκες θανάτου του στρατιώτη γιου του από οικεία πυρά, στον ισραηλινό στρατό που επιχειρούσε εναντίον των Παλαιστινίων. Ωστόσο, οι φιλειρηνικές και συνθετικές φωνές αδυνατίζουν εδώ και είκοσι χρόνια μπροστά στη σταδιακή ακρότητα και βαρβαρότητα η οποία φαντάζει, δυστυχώς, κανονική. Η καταστροφικής βαρβαρότητας και σαδισμού για τους ομήρους επίθεση της Χαμάς της 7/10/2023 και η γενοκτονία με την οποία απάντησε το Ισραήλ, η οποία έχει αφήσει άναυδη την τουλάχιστον ανεκτική σε αυτό Δύση, δεν έγιναν από τη μια ημέρα στην άλλη. Οι εχέφρονες αναρωτιούνται πού θα καταλήξει το μίσος που συγκεντρώνεται εις βάρος του Ισραήλ από τους Παλαιστινίους.
Μην πέφτουμε, όμως, στην ευχέρεια του αντισημιτισμού. Μαζί με τους Ισραηλινούς συγγραφείς, ας κρατήσουμε τους φωτεινούς Μαρδοχαίο Φριζή, Ελληνα Εβραίο συνταγματάρχη, πρώτο Ελληνα ανώτερο αξιωματικό που επί του αλόγου του σκοτώνεται πολεμώντας στην Πίνδο, αρχές Δεκεμβρίου 1940, τον Μωυσή Μιχαήλ Μπουρλά με το βιβλίο «Ελληνας, Εβραίος και αριστερός», τον θαρραλέο δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη για την αποκατάσταση της τιμής της πόλης και βεβαίως τον εξαιρετικό δήμαρχο Ιωαννιτών, γιατρό Μωυσή Ελισάφ.
*Ο κ. Τάσος Σακελλαρόπουλος είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Ιστορικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη.

