Ο Ντόναλντ Τραμπ και το σύστημα που στήθηκε γύρω του πιστεύουν πως θα κυριαρχούν για πάντα. Δεν λειτουργούν ως μέρη μιας δημοκρατίας, όπου τα πρόσωπα στην εξουσία αλλάζουν, ενώ οι θεσμοί παραμένουν σταθεροί, αλλά ως ιδρυτές ενός νέου καθεστώτος, πλήρως ελεγχόμενου από τους ίδιους στο διηνεκές. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στη σχέση του προέδρου και των γύρω του με τη Δικαιοσύνη, στο πώς καταστρατηγούνται θεσμοί, αρχές και διαδικασίες, στο πώς αλλοιώνεται ο πολιτικός πολιτισμός και απειλείται η κοινωνική συνοχή. Ολα ρυθμίζονται για να ικανοποιούν τον μεγάλο «απορρυθμιστή» πρόεδρο. Η ισχύς αυτού του συστήματος είναι ότι προϋπήρχε του Τραμπ, αλλά τώρα εκμεταλλεύεται την πολιτική ηγεμονία του· στηρίζοντάς τον, ενισχύεται το ίδιο και προωθεί το πρόγραμμα αποδόμησης των κοινωνικών κατακτήσεων των τελευταίων δεκαετιών.
Μεγαλώνει ο αριθμός αυτών που θα πολεμήσουν με κάθε τρόπο για να μην επιστρέψει η παλιά κανονικότητα, για να μη γυρίσει ο δημοκρατικός τροχός, για να μη βρεθούν υπόλογοι αυτοί.
Η αίσθηση ότι αυτοί που σήμερα μεταλλάσσουν τις ΗΠΑ σε αυταρχικό καθεστώς πιστεύουν πως δεν θα λογοδοτήσουν ποτέ είναι αναπόφευκτη όταν βλέπουμε τη συμπεριφορά του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην πρώτη του θητεία ο Τραμπ διόρισε τρεις νέους δικαστές, διαμορφώνοντας τον συσχετισμό συντηρητικών – φιλελευθέρων στο 6:3. Κατά την «άδικη εξορία» του, όταν έχασε τις («στημένες» κατ’ αυτόν) εκλογές του 2020, το Δικαστήριο, με αυτή την πλειοψηφία, εξέδωσε δύο αποφάσεις που άλλαξαν την πολιτική και κοινωνική πορεία της χώρας. Κατήργησε το δικαίωμα (σε ομοσπονδιακό επίπεδο) στην άμβλωση και αποφάσισε ότι ο πρόεδρος της χώρας δεν διώκεται για πράξεις που τελούνται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η πρώτη απόφαση ικανοποίησε τους Ευαγγελιστές οπαδούς του Τραμπ, ενώ η παντοδύναμη προεδρία του αποδεικνύεται άμεση απειλή για όλους τους θεσμούς. Βλέποντας το Ανώτατο Δικαστήριο να σπεύδει (κυριολεκτικά) να ικανοποιήσει την κάθε απαίτηση του Τραμπ, αναρωτιέται κανείς: αυτοί οι άνθρωποι έφθασαν στην κορυφή της Δικαιοσύνης, όχι για να υπηρετήσουν τη δημοκρατία, αλλά για να είναι συνεργοί στην υπονόμευση του πολύτιμου συστήματος ισορροπιών και ελέγχων στο οποίο συμμετέχουν; Αν δεν σέβονται τους σημερινούς επικριτές, δεν φοβούνται την Ιστορία; Η μόνη απάντηση είναι πως θα πιστεύουν κι αυτοί ότι δεν θα λογοδοτήσουν ποτέ, ότι συμβάλλουν στην εδραίωση ενός νέου και μόνιμου συστήματος.
Αυτό θα πιστεύουν και τα όργανα του Τραμπ στο υπουργείο Δικαιοσύνης και στα σώματα ασφαλείας, που έχουν μετατρέψει τις υπηρεσίες τους σε μηχανισμό εκπλήρωσης των επιθυμιών του προέδρου – από τις διώξεις εναντίον ανθρώπων που τον ενοχλούν και την εξωδικαστική εκτέλεση «υπόπτων» σε διεθνή ύδατα, έως τις μαζικές συλλήψεις όσων πιθανώς να βρίσκονται παρανόμως στη χώρα. Αξίζει να συγκρίνουμε τι διαδραματίζεται τους τελευταίους οκτώ μήνες, με την τυπολατρία όσων διεξήγαν έρευνες εναντίον του Τραμπ τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια. Αυτή η διστακτικότητα, σε συνδυασμό με την αξιοσημείωτη κινητικότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, συνέβαλε στο να μη λογοδοτήσει ο Τραμπ για όσα κατηγορήθηκε ότι διέπραξε στην πρώτη θητεία του (αλλά και πριν και μετά). Τώρα, όσοι διερεύνησαν τις υποθέσεις αυτές βρίσκονται στο στόχαστρο. Με την κορυφή της Δικαιοσύνης και το Κογκρέσο να συνεργάζονται με τον Τραμπ στην υπονόμευσή τους, με τους Δημοκρατικούς αποδιοργανωμένους, πολλοί είναι οι πρόθυμοι να εκπληρώσουν τις επιθυμίες του προέδρου. Ετσι κατανοούμε πώς δημοκρατικές κοινωνίες παραδίδονται στον αυταρχισμό. Μέρα με τη μέρα φαίνεται πως ο «ηγέτης» ενισχύεται, μέρα με τη μέρα μεγαλώνει ο αριθμός αυτών που θα πολεμήσουν με κάθε τρόπο για να μην επιστρέψει η παλιά κανονικότητα, για να μη γυρίσει ο δημοκρατικός τροχός, για να μη βρεθούν υπόλογοι αυτοί. Η αντίσταση έχει ελπίδες μόνο εάν εκδηλωθεί όσο υπάρχουν ακόμη αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης και υπεύθυνοι άνθρωποι σε κρίσιμες θέσεις. Μετά θα είναι αργά.

