Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η Αγκυρα χρεώνεται τη ματαίωση της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν. Η συγκεκριμένη εξέλιξη χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό των διεθνών ειδήσεων, αφού τα ελληνοτουρκικά δεν προσελκύουν διεθνώς μεγάλο ενδιαφέρον. Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, η ελληνική πλευρά είχε επενδύσει σε αυτή τη συνάντηση για να κρατήσει ανοικτό ένα δίαυλο επικοινωνίας σε ανώτατο επίπεδο. Ωστόσο, φαίνεται ότι η διπλωματία των «ήρεμων νερών» έχει φτάσει στα όριά της για τέσσερις λόγους.
Πρώτον, το καθεστώς Ερντογάν συνεχίζει να αμφισβητεί με διάφορους τρόπους τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Το ενδεχόμενο μιας κοινής προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι εξαιρετικά αμφίβολο. Από τη στιγμή που η Αγκυρα δεν εγκαταλείπει το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», η επιστροφή στην προγενέστερη κατάσταση θα πρέπει να θεωρείται απλώς θέμα χρόνου. Το περιστατικό στην Κάσο τον Ιούλιο του 2024 και οι συνεχόμενες απειλές για το καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου καταδεικνύουν πολύ περισσότερα από αυτά που υποστηρίζουν δημόσια οι λήπτες αποφάσεων στην Αθήνα.
Δεύτερον, η τουρκική πλευρά πασιφανώς χρησιμοποίησε τη Διακήρυξη των Αθηνών για να «αγοράσει» πολύτιμο χρόνο και να επικεντρωθεί σε φλέγοντα ζητήματα (π.χ. Συρία). Επιπρόσθετα, η ύφεση της στρατιωτικής έντασης στο Αιγαίο χρησιμοποιήθηκε από την Τουρκία (εν γνώσει της ελληνικής κυβέρνησης) ως άλλοθι για να κλείσει σημαντικές αμυντικές συμφωνίες στην Ευρώπη. Η πιθανή είσοδος της Τουρκίας, έστω μέσω εξαγοράς ευρωπαϊκών εταιρειών, στην πρωτοβουλία SAFE θα συνιστά μεγάλη διπλωματική ήττα για την Αθήνα.
Τρίτον, η διπλωματική μας στρατηγική βασίστηκε τα τελευταία χρόνια στην οικοδόμηση διμερών συμμαχιών με ισχυρές χώρες. Ηταν αρχικά μια ορθολογική επιλογή, αλλά δυστυχώς τα αντανακλαστικά της ελληνικής κυβέρνησης δεν ήταν αρκετά γρήγορα. Οι παλινωδίες της διοίκησης Τραμπ, η δομική πολιτική κρίση στη Γαλλία και η διεθνής απομόνωση του Ισραήλ υπονομεύουν την αξιοπιστία της συγκεκριμένης στρατηγικής. Από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν δύναται πλέον να εξωτερικεύσει την προστασία των εθνικών συμφερόντων σε τρίτες χώρες, η τουρκική ηγεσία δεν έχει σοβαρό λόγο να αποφύγει μια σοβαρή κλιμάκωση.
Η Αθήνα επιμένει να επενδύει διπλωματικό κεφάλαιο σε ένα εγχείρημα που είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι επιλύσιμες επειδή υπάρχει ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Τέταρτον, η Αθήνα επιδίωξε να πιστωθεί το σχετικά ήρεμο κλίμα με την Αγκυρα για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η εσωτερικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής, όμως, είναι μια τακτική που εγκυμονεί κινδύνους. Το αφήγημα της «ισχυρής Ελλάδας», που δήθεν γίνεται σεβαστή από το καθεστώς Ερντογάν, τώρα ακούγεται πολύ λιγότερο πειστικό και μοιραία θα ζημιώσει πολιτικά τους εμπνευστές του. Η σκληρή αλήθεια είναι ότι η ελληνική πλευρά δεν αντιμετωπίζεται ως ισότιμος συνομιλητής εδώ και αρκετά χρόνια.
Η ακύρωση της συνάντησης στη Νέα Υόρκη δεν συνδέεται αποκλειστικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και με την αυτοεικόνα της γειτονικής χώρας. Η ήττα του κουρδικού αντάρτικου και η επιστροφή πολλών Σύρων προσφύγων στην πατρίδα τους έχουν ενισχύσει το θετικό κλίμα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η τουρκική ηγεσία έχει τα μέσα και τη βούληση να λειτουργήσει ως πάροχος ασφαλείας στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, στην περιοχή του Σαχέλ και στο Κέρας της Αφρικής. Με μια από τις είκοσι μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο και έναν εύρωστο πληθυσμό, η Αγκυρα προωθεί ένα γεωπολιτικό όραμα που καθιστά τη χώρα αυτόνομο πόλο στο διεθνές σύστημα.
Από την άλλη, η Αθήνα επιμένει να επενδύει διπλωματικό κεφάλαιο σε ένα εγχείρημα που είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Το πάθημα που διέπραξαν άλλες κυβερνήσεις δεν έχει γίνει μάθημα. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι επιλύσιμες επειδή υπάρχει ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Αυτή η διαπίστωση εδράζεται πάνω στην ανταγωνιστική φύση των διεθνών σχέσεων, ειδικά σε αυτή τη χρονική συγκυρία. Η Αγκυρα δεν επιθυμεί μια έντιμη διαπραγμάτευση, αλλά την πλήρη ανατροπή του στάτους κβο στο Αιγαίο. Η μόνη στρατηγική επιλογή για την Ελλάδα είναι να μειωθεί η διαφορά ισχύος σε διμερές επίπεδο, μέσα από μια πανεθνική προσπάθεια.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.

