Στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το ενδιαφέρον από ελληνικής πλευράς εστιάστηκε στην επαναβεβαίωση, χωρίς αστερίσκους, της δέσμευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας για το σχέδιο ηλεκτρικής διασύνδεσης, GSI, στη συνάντηση που τελικά ματαιώθηκε μεταξύ Μητσοτάκη – Ερντογάν, και χωρίς να ετεροκαθοριζόμαστε, εκ των πραγμάτων, και στην αντίστοιχη μεταξύ Τραμπ και Ερντογάν στον Λευκό Οίκο.
Η διατήρηση της Αιγύπτου σε τροχιά συνεργασίας, τη στιγμή που η Τουρκία προσπαθεί να την προσεγγίσει με διαφόρους τρόπους, ήταν επίσης εκ των στόχων της ελληνικής διπλωματίας, εξ ου και η τριμερής συνάντηση των υπουργών Eξωτερικών μαζί με τον ομόλογό τους από την Κύπρο. Αξίζει να επισημάνουμε ότι έλαβε χώρα συνάντηση γνωριμίας με τον μεταβατικό πρόεδρο της Συρίας. Δεν επιδιώχθηκε, πάντως, αντίστοιχη επαφή με τον επικεφαλής του προεδρικού συμβουλίου της Λιβύης.
Ο Eλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε ένα πολύ σύντομο τετ α τετ που είχε με τον Τραμπ στη Νέα Υόρκη, ωστόσο είναι πρόδηλο ότι χρειάζεται να διανύσουμε μεγάλη απόσταση για να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το είχαμε αφήσει το 2020, με εμφανή την αδυναμία μας να αποκτήσουμε άμεση και αποτελεσματική πρόσβαση στον στενό πυρήνα των προσώπων –εντός και εκτός κυβέρνησης– που επηρεάζουν τον Ντόναλντ Τραμπ.
Πιθανόν αυτό (μερικώς τουλάχιστον) να αλλάξει με την έλευση Γκίλφοϊλ στην Αθήνα. Πάντως, σε ένα τόσο προσωποπαγές και υπερσυγκεντρωτικό σύστημα όπως αυτό του Τραμπ, η κατοχύρωση των θέσεών μας διέρχεται κυρίως μέσα από την ανάπτυξη προσωπικής σχέσης, σχετικής εμπιστοσύνης με τον Αμερικανό πρόεδρο. Και μπορεί προσώρας το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος να μη βρίσκονται στις προτεραιότητες του τελευταίου, όμως υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι ενδέχεται να αναλάβει πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση μιας συνολικής εξομάλυνσης. Αλλωστε, οι συνεχείς αναφορές του στην καθοριστική συμβολή του στην επίλυση ή και αποτροπή επτά συγκρούσεων, παρότι υπερβολική και άκρως αμφιλεγόμενη, δείχνει ότι επενδύει στην ανάδειξή του σε παγκόσμιο ειρηνοποιό ως μεγάλο μέρος της πολιτικής του κληρονομιάς.
Το πλέον ανησυχητικό είναι ότι η ανάμειξή του δεν έχει επιφέρει τα αποτελέσματα που διατείνεται, ούτε μοιάζει να ενδιαφέρεται για την πλήρη διευθέτηση και την εφαρμογή των συμφωνιών, παρά μόνο στέκεται στην προβολή του διαμεσολαβητικού ρόλου του. Κάπως έτσι, με την υπερφίαλη προχειρότητα που συνήθως τον χαρακτηρίζει, χωρίς βαθιά γνώση της περιοχής, θα μπορούσε, με την παρότρυνση προσώπων που εμπιστεύεται, όπως ο Τομ Μπάρακ, πρέσβης των ΗΠΑ στην Αγκυρα, να θελήσει είτε να εμπλακεί προσωπικά είτε να ενθαρρύνει –διά της ισχύος– τα εμπλεκόμενα μέρη να επιλύσουν τις διαφορές τους.
Η αμερικανική πλευρά δεν πρόκειται να δώσει στην αντίστοιχη τουρκική ό,τι αυτή επιθυμεί, επί παραδείγματι την επαναφορά της στο πρόγραμμα των F-35, χωρίς απτά ανταλλάγματα.
Πέραν όμως του προσωπικού γοήτρου του, η συμμετοχή αμερικανικών εταιρειών σε ενεργειακά πρότζεκτ στην ευρύτερη περιοχή, που πιθανότατα θα επιστεγαστεί με τη διείσδυσή τους σε Λιβύη και Τουρκία, ενδεχομένως και να απαιτήσει τη διπλωματική ανάμειξη των ΗΠΑ για να εξασφαλιστούν τα αμερικανικά ενεργειακά συμφέροντα.
Σε περίπτωση εξεύρεσης λύσης στο θέμα της Γάζας, όχι μόνο θα ανοίξει η όρεξη του Τραμπ, αλλά θα δοθεί και ώθηση σε άλλες περιφερειακές πρωτοβουλίες ώστε να υπάρξει ανάλογη συνέχεια. Είναι χαρακτηριστικό ότι εσχάτως εντοπίζεται κινητικότητα γύρω από τη Λιβύη και τη Συρία, δύο κατακερματισμένα κράτη. Αν, λοιπόν, καταστούν εφικτές μικρές ή μεγάλες διευθετήσεις σε αυτά τα δύσκολα μέτωπα, γεγονός που στην περίπτωση της Συρίας θα εκτονώσει σχετικά και την ένταση μεταξύ Αγκυρας και Τελ Αβίβ, τότε θα δημιουργηθεί ένα θετικό momentum για ευρύτερες συνεννοήσεις σε μεγαλύτερη γεωγραφική κλίμακα, άρα σε Ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο. Η δε αποστροφή τού οιονεί (μίνι) υπουργού Eξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή, Τομ Μπάρακ, ότι με την πρέσβειρα Γκίλφοϊλ, η οποία πρόκειται να εγκατασταθεί στην Αθήνα μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, «έχουμε κοινή κατανόηση για να βάλουμε τέλος στα προβλήματα μεταξύ Τουρκίας, Ελλάδας και Κύπρου», μας προδιαθέτει για τυχόν αποφασιστικές κινήσεις ή/και πιέσεις εκ μέρους της Ουάσιγκτον, στην κατεύθυνση διευθέτησης των ζητημάτων που ταλανίζουν τις σχέσεις τους και αποτελούν εμπόδιο στην υλοποίηση διαφόρων πρότζεκτ περιφερειακού και αμερικανικού ενδιαφέροντος.
Επιστρέφοντας στη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν, από τη μία φαίνεται πως διευρύνονται οι βαθμοί ανοχής του πρώτου έναντι του δεύτερου, κάτι που μπορεί να εκληφθεί από τον Τούρκο πρόεδρο σαν λευκή επιταγή να κινηθεί με μεγαλύτερη άνεση σε πεδία ενδιαφέροντός του, από την άλλη η αμερικανική πολιτική σε ζητήματα που αποτελούν προτεραιότητα για την Aγκυρα, όπως οι Κούρδοι της Συρίας, παραμένει μέχρι σήμερα αμετάβλητη.
Η αμερικανική πλευρά δεν πρόκειται να δώσει στην αντίστοιχη τουρκική ό,τι αυτή επιθυμεί, επί παραδείγματι την επαναφορά της στο πρόγραμμα των F-35, χωρίς απτά ανταλλάγματα. Μπορεί ο Ερντογάν να προσέφερε ένα ιδιαίτερα δελεαστικό πακέτο με την εξαγορά διακοσίων και πλέον πολιτικών αεροσκαφών από την αμερικανική Boeing, όπως και πρόσβαση των ΗΠΑ στο πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας, στο οποίο μέχρι σήμερα συμμετοχή είχαν μόνο η Ρωσία και η Κίνα, εντούτοις, προκειμένου να γίνουν πραγματικότητα τα αιτήματά του, οφείλει να βρει ένα modus operandi με το Ισραήλ, και να απαγκιστρωθεί από την ενεργειακή εξάρτηση από τη Μόσχα, στρεφόμενος στο αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο. Η εξεύρεση φόρμουλας για τους S-400 δεν είναι αδύνατη, αλλά ανάλογα με τον χειρισμό ενδέχεται να επηρεάσει τις σχέσεις με τον Πούτιν, ενώ και κάποια μεγαλεπήβολα σχέδια σύμπραξης με την Κίνα θα πρέπει να μπουν στο ράφι. Επομένως, οι προϋποθέσεις που φαίνεται να του θέτει ο Τραμπ δεν είναι εύκολο να εκπληρωθούν, καθώς θα έδεναν μεν την Τουρκία στο αμερικανικό άρμα, συρρικνώνοντας δε τα περιθώρια διαπραγματευτικών ελιγμών της, ενώ η ηγεσία της εδώ και χρόνια επενδύει στην αυτόνομη και χωρίς ισχυρές δεσμεύσεις έναντι της Δύσης πορεία της. Αν τελικά ο Ερντογάν δεν ενδώσει, θα επιμείνει ο Τραμπ;
*O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

