Υπάρχουν όρια που σε μια ώριμη δημοκρατία θα έπρεπε να είναι αδιαπραγμάτευτα. Προφανώς η χώρα απέχει πολύ από το να θεωρείται μια κανονική δημοκρατία, πόσο μάλλον ώριμη. Ο ανθρώπινος πόνος είναι το πρώτο από αυτά που συνοδεύει μια απώλεια και δεν θα έπρεπε ποτέ να γίνεται αντικείμενο πολιτικής και μικροκομματικής εκμετάλλευσης. Δυστυχώς στη χώρα μας επαναλαμβάνεται διαρκώς το ίδιο μοτίβο και οι τραγωδίες μετατρέπονται σε υλικό κομματικής αντιπαράθεσης και σε άναρθρες κραυγές χωρίς μέτρο, αρκεί να βγει μια καλή φωτογραφία.
Η τραγωδία των Τεμπών αποτελεί ίσως την πιο οδυνηρή επιβεβαίωση. Τόσοι άνθρωποι, και κυρίως νέοι, χάθηκαν άδικα σε μια καταστροφή που ανέδειξε χρόνιες παθογένειες και έλλειψη σχεδιασμού σε συνδυασμό με την εγκληματική αμέλεια. Θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας ειλικρινούς εθνικής συζήτησης για την ασφάλεια, για το κράτος, για την ευθύνη απέναντι στον πολίτη. Αντί γι’ αυτό, πολύ γρήγορα ο δημόσιος διάλογος εκφυλίστηκε σε χυδαία ανταλλαγή κατηγοριών. Ποιος φταίει περισσότερο; Ποιος θα χάσει μονάδες στις δημοσκοπήσεις; Πώς θα κεφαλαιοποιηθεί η οργή των πολιτών; Ενας εθνικός θρήνος μετατράπηκε σε πεδίο μικροπολιτικού υπολογισμού. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο φαινόμενο. Το ίδιο είδαμε στις πυρκαγιές που κατέκαψαν ολόκληρες περιοχές, στις πλημμύρες που έπνιξαν χωριά, στην πανδημία που στέρησε χιλιάδες ζωές. Αντί η τραγωδία να οδηγεί σε συνεννόηση και σχέδιο, χρησιμοποιείται για να στηριχθεί μια ακόμα επίθεση στον πολιτικό αντίπαλο. Ετσι όμως δεν αποδίδεται δικαιοσύνη, ούτε λύνονται τα διαχρονικά προβλήματα· απλώς κερδίζονται λίγα 24ωρα επικοινωνιακής υπεροχής.
Η εκμετάλλευση του πόνου δεν είναι μόνο ανήθικη. Είναι και επικίνδυνη διότι διαβρώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Οταν ο πολίτης βλέπει ότι ακόμη και ο θάνατος νέων παιδιών μπορεί να «μετρηθεί» με όρους πολιτικού κόστους και οφέλους, πείθεται ότι τίποτα δεν γίνεται με ειλικρίνεια, ότι όλα υπακούουν στον κυνισμό της πολιτικής. Η απαξίωση της πολιτικής μεγαλώνει και η αίσθηση αδικίας οδηγεί σε κυνισμό που ποτίζει την αντισυστημική συμπεριφορά και τροφοδοτεί τα άκρα.
Η ευθύνη είναι διπλή και ανήκει πρωτίστως στους πολιτικούς που επιλέγουν συνειδητά την εργαλειοποίηση της οδύνης, αλλά και στην κοινωνία που συχνά ανέχεται ή ακόμη και επιβραβεύει αυτήν τη ρητορική. Αν δεν απαιτήσουμε σοβαρότητα και σεβασμό, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τις τραγωδίες να γίνονται θέαμα και οι λύσεις να χάνονται μέσα σε φθηνές αντιπαραθέσεις.
Τα Τέμπη θα μπορούσαν –και θα έπρεπε– να είναι μια τομή. Ενα «ποτέ ξανά» που θα συνδέεται με πράξεις και αλλαγές. Κινδυνεύουν όμως να γραφτούν στην ιστορία ως άλλη μια χαμένη ευκαιρία στον βωμό των πολιτικών κραυγών.
Απέναντι στον πόνο, το μόνο επιτρεπτό είναι η σιωπή, ο σεβασμός και η αλήθεια χωρίς υπεκφυγές, με πράξεις χωρίς καθυστέρηση. Τα κοράκια της πολιτικής αγυρτείας που περιφέρονται στο Σύνταγμα βλάπτουν το ίδιο την υπόθεση με εκείνους που δεν αντιλαμβάνονται πως όποιο αίτημα και αν έχουν οι γονείς και οι συγγενείς των θυμάτων, η πολιτεία έχει υποχρέωση να ανταποκριθεί πάραυτα. Δεν έχει καμία σημασία ποιοι και γιατί επιχειρούν πολιτική κερδοσκοπία σε βάρος αυτών των πονεμένων ανθρώπων, σημασία έχει το κράτος να αποδείξει ότι έχει τα αυτιά του ανοικτά και διατηρεί μηχανισμούς με ανακλαστικά. Η αναισθησία και η επιτηδευμένη ουδετερότητα δεν μπορεί να είναι επιλογή.

