Μιλούσαμε τις προάλλες για την ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ και, λίγο πολύ, συμφωνήσαμε πως βρίσκεται σε κίνδυνο. Τι γίνεται στην Ευρώπη, όμως; Οι πόλεμοι έχουν ολοφάνερα πλήξει τον δημόσιο διάλογο. Εχει ναρκοθετηθεί η ικανότητα των ανθρώπων να εκφράζονται, εξαιτίας ενός φοβικού κλίματος που απορρέει από τις κυβερνήσεις και τη λάσπη στα κοινωνικά δίκτυα. Η ιδέα πως μπορεί κανείς να σκέφτεται όπως θέλει υποχωρεί. Τη θέση της παίρνει η επιθυμία να «βάλουμε λόγια» στο στόμα των άλλων ή να μην τους επιτρέψουμε να διαλέγουν τις λέξεις τους.
Σε έξαρση βρίσκεται και η αυτολογοκρισία, η βαθιά εμπεδωμένη αίσθηση πως δεν κάνει να πεις αυτό ή έκεινο, γιατί θα σε πουν έτσι ή αλλιώς. Η αυτολογοκρισία συνδυάζεται με μία άλλη, αντίρροπη, επικίνδυνη τάση: τη βιασύνη να υιοθετήσει κανείς ένα σύνθημα, μια προβοκατόρικη φράση, το έξυπνο χάσταγκ που είδε χθες βράδυ σκρολάροντας στο κρεβάτι. Ολ’ αυτά, προφανώς, πλήττουν τις λέξεις που χρησιμοποιούμε, την ειλικρίνειά τους και, έτσι, τη σχέση μας με τα πράγματα. Την ικανότητά μας να σκεφτόμαστε. Ας το δούμε από πιο κοντά.
Αντλώ πάλι πληροφόρηση από το βιβλίο του ιατρού, ανθρωπολόγου, κοινωνιολόγου και καθηγητή στο Princeton και το College de France, Didier Fassin, «για τη συναίνεση στον αφανισμό της Γάζας» (εκδ. Πόλις). Ο Fassin ισχυρίζεται πως παίζουμε εδώ και καιρό ένα επικίνδυνο παιχνίδι σύγχυσης. Συγχέουμε Εβραίους και σιωνιστές, αντισημιτισμό και κριτική στο κράτος του Ισραήλ. Το μπέρδεμα αυτό δεν έπεσε από τον ουρανό. Οι Αρχές, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί, τα δημόσια πρόσωπα, τα κοινωνικά δίκτυα ευθύνονται. Ειδικά όταν αναμοχλεύουν το μίσος στο όνομα της πάταξης της μισαλλοδοξίας.
Στη Γερμανία, η ελευθερία του λόγου σε ό,τι αφορά το παλαιστινιακό ζήτημα έχει πληγεί σ’ εκπληκτικό βαθμό. Θα έλεγα πως αργά και σταθερά, μέσα σε δύο χρόνια, το δικαίωμα έχει τρωθεί από χίλιες μεριές. Οι άνθρωποι τρέμουν μην πουν μια λάθος φράση, μην τους ξεφύγει καμιά λέξη και κάποιος χρηματοδοτικός φορέας τούς τιμωρήσει αποσύροντας κονδύλια. Για το έγκλημα της γενοκτονίας δεν γίνονται πραγματικές, ενδιαφέρουσες συζητήσεις, παρόλο που η Γερμανία έχει πλούσια νομική παράδοση και, για ιστορικούς λόγους, πλήθος μουσείων, οργανισμών, αρχείων, ειδικών κ.λπ. που ασχολούνται με το κακό και τη γενοκτονία.
Το μπέρδεμα συντηρείται. Οι άνθρωποι «μπετονάρονται» πίσω από τις απόψεις τους ή ριζοσπαστικοποιούνται. Ο απαγορευμένος λόγος και το απαγορευμένο συναίσθημα δεν χάνονται. Δυναμώνουν, για να γίνουν μερικές φορές ανεπεξέργαστες κρίσεις που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Η αστυνόμευση του λόγου των άλλων, δυστυχώς, δεν βρίσκεται στο παρελθόν της Γερμανίας, αλλά στο παρόν της – κι αυτό, φυσικά, επηρεάζει όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Στο Βερολίνο, πλήθος καλλιτεχνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις έχουν γίνει «μήλον της έριδος», επειδή κάποιος φόρεσε μπλουζάκι free Palestine ή εξέφρασε αρνητική άποψη για τους χειρισμούς του κράτους του Ισραήλ. Μάλιστα αντισημίτες έχουν χαρακτηριστεί ακόμη κι Εβραίοι ή Ισραηλινοί καλλιτέχνες, όπως ο σκηνοθέτης Γουβάλ Αμπραχάμ ή η εικαστικός Ναν Γκόλντιν. Είναι τόσο συχνά όλ’ αυτά, που δύσκολα τα παρακολουθείς. Ο Fassin καταγράφει ορισμένα περιστατικά στραγγαλισμού του διαλόγου.
Ενδεικτικά: το οπωσδήποτε έγκριτο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ και το Πανεπιστήμιο της Κολωνίας «ανέστειλαν τις συμβάσεις του Αυστραλού ανθρωπολόγου Γασάν Χαζ και της Αμερικανίδας φιλοσόφου Νάνσι Φρέιζερ, επειδή καταδίκασαν τις σφαγές των αμάχων στη Γάζα». Ακόμη: η Γερμανία απαγόρευσε στον χειρουργό Γασάν Αμπού Σιτάχ να εισέλθει στο έδαφός της, διότι θα έπαιρνε μέρος σε συζήτηση για την Παλαιστίνη. Τελικά, η αστυνομία απαγόρευσε εντελώς τη συγκεκριμένη συζήτηση (!), ενώ για τον γιατρό εκδόθηκε γενική απαγόρευση εισόδου στη ζώνη Σένγκεν.
Σύμφωνα με τον Fassin, «η κανονικοποίηση της κατηγορίας του αντισημιτισμού για κάθε τοποθέτηση ενάντια στον πόλεμο ή για κάθε κριτική ανάλυση της πολιτικής που ακολουθεί η ισραηλινή κυβέρνηση επιφέρει στις δυτικές χώρες λογοκρισία και αυτολογοκρισία. […] Μια έρευνα που έγινε σε περίπου χίλιους διδάσκοντες και ερευνητές απ’ όλο τον κόσμο, ειδικούς στη Μέση Ανατολή, δείχνει ότι τα δύο τρίτα δηλώνουν πως αυτολογοκρίνονται […] Οι μισοί από τους εν λόγω ειδικούς λένε ότι αποφεύγουν να μιλήσουν». Πλάι σ’ αυτά, ο αληθινός αντισημιτισμός, ο εκτός εισαγωγικών, θεριεύει για μία σειρά από λόγους, που περιλαμβάνουν το μπλοκάρισμα του ειλικρινούς, ανοιχτού δημόσιου διαλόγου. Η επαφή ατόμων με διαφορετικές γνώμες στην ασφάλεια του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος έχει γίνει σχεδόν αδύνατη. Και αυτό γιατί το ακαδημαϊκό περιβάλλον τρέπεται σε πεδίο επιτήρησης και αποσιώπησης. Ολ’ αυτά δεν βοηθούν να ξεριζωθεί επιτέλους ο αληθινός αντισημιτισμός.

