Μια πραγματικά χρόνια παθογένεια της χώρας μας είναι ο βραχυπροθεσμισμός, που όχι μόνον επιβιώνει, αλλ’ αποκτά πρωτοφανείς διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Ειδικά, μάλιστα, στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής έχει συνέπειες που υπερβαίνουν την τρέχουσα κυβερνητική θητεία και θα τις κληρονομήσουν οι επόμενες κυβερνήσεις, που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μια τριπλέτα αλληλοσυνδεόμενων προβλημάτων: τις διστακτικές να δανείσουν τα κράτη διεθνείς αγορές, το κενό χρηματοδότησης μετά το τέλος του ευρωπαϊκού λεφτόδεντρου (ΤΑΑ) και τις συνέπειες ενός δημοσιονομικού τυχοδιωκτισμού. Η ουσία του οποίου συνίσταται σε ένα παλαιοκομματικό αλισβερίσι με βραχυπρόθεσμη στόχευση, τη δημοσκοπική άνοδο και την εκλογική νίκη. Αυτοί οι στόχοι υπηρετούνται με την υπερφορολόγηση και τα πλεονάσματα που φιλοτεχνούν την εικόνα μιας καλής διαχείρισης, απ’ τη μια, και την επιστροφή μέρους των εσόδων σε εκλογικά κοινά με τη μορφή ατομικών παροχών, απ’ την άλλη. Τι λένε τα στοιχεία;
Λένε ότι το 2023 κυβερνητικός στόχος ήταν η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1,6 δισ. ευρώ, αλλά τελικά αυτό έφτασε στα 4,6 δισ. ευρώ, 3 δισ. πάνω απ’ τον στόχο. Πέρυσι πάλι, στόχος ήταν πρωτογενές πλεόνασμα 5 δισ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ, αλλά τελικά έφτασε στα 11,4 δισ. ευρώ ή 4,8% του ΑΕΠ, 6,4 δισ. πάνω απ’ τον στόχο. Από πού προήλθε αυτή η υπέρβαση; Κυρίως, από την υπέρβαση των φορολογικών εσόδων.
Τα συνολικά φορολογικά έσοδα ξεπέρασαν τον κυβερνητικό στόχο κατά 4,8 δισ. το 2023 και 5,8 δισ. πέρυσι, σωρευτικά δηλαδή ξεπέρασαν τα 10,6 δισ. σε μια διετία. Ειδικά τα έσοδα απ’ τον ΦΠΑ ξεπέρασαν τον στόχο κατά 3,2 δισ., ενώ εκείνα απ’ τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων (λόγω μη τιμαριθμοποίησης της κλίμακας…) κατά 2,1 δισ. ευρώ. Ανάλογη είναι η φετινή εξέλιξη. Πού οφείλεται;
Δεν οφείλεται στην αύξηση του ΑΕΠ. Γιατί, απλά, το 2024 η μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 2,3%, μικρότερη κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες από το 2,9% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός. Ενα μέρος από τα αυξημένα έσοδα οφείλεται στη διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τα POS και στον περιορισμό της φοροδιαφυγής – παρότι παραμένει πολύ υψηλή για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Κι άλλο ένα, μεγάλο, οφείλεται στην υπερφορολόγηση των γνωστών υποζυγίων, διά μέσου του πληθωρισμού. Πώς αξιοποιούνται αυτά τα αυξημένα έσοδα;
Ο δημοσιονομικός βραχυπροθεσμισμός έχει μεγάλα κόστη που θα πληρωθούν στο άμεσο μέλλον.
Οχι για δημόσιες υποδομές. Το πουγκί δεν ανοίγει γι’ αυτές – ούτε για την Παιδεία, ούτε για την Υγεία (άλλωστε, αυτές εκχωρούνται συστηματικά στην ιδιωτική κερδοσκοπία…), ούτε καν για την Αττική, που, με τις σημερινές υποδομές, αν την επισκεφθεί κάποιος «Daniel», θα θρηνήσουμε πάρα πολλά θύματα. Αξιοποιούνται ως «παροχές», με βασικό κριτήριο την εκλογική απόδοσή τους.
Ο βραχυπροθεσμισμός σφραγίζει τη δημοσιονομική πολιτική. Και με πανηγυρισμούς για τα υπερπλεονάσματα και με πελατειακές διανομές του «περισσεύματος», η χώρα σύρεται στη μετά το 2026 εποχή. Εκεί όπου, όπως προβλέπουν όλοι –η Ε.Ε., το ΔΝΤ, το κυβερνητικό Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα–, αν δεν γίνει κάποιο θαύμα, τα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης θα σέρνονται στην περιοχή του 1%. Και τότε, με τόσο χαμηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, οι επόμενες κυβερνήσεις θα πρέπει να κάνουν κάποια μαγικά για να συνεχίσουν να πληρώνονται οι τακτικές δαπάνες του κράτους, να εξοφλείται το δημόσιο χρέος, να πληρώνονται και οι δόσεις για τις αγορές όπλων που γίνονται σήμερα.

