Η κυβέρνηση αποφασίζει να αγοράσει νέα λεωφορεία για τη δημόσια συγκοινωνία και προσλαμβάνει οδηγούς. Ωστόσο αναβάλλει την αγορά των καυσίμων για την κίνησή τους. Ετσι, τα λεωφορεία σκουριάζουν στο αμαξοστάσιο και οι οδηγοί πληρώνονται χωρίς να μπορούν να εκτελέσουν το έργο για το οποίο προσελήφθησαν. Με αυτή την παρομοίωση θα μπορούσε να περιγραφεί η κατάσταση της επιστημονικής έρευνας στην Ελλάδα.
Τα τελευταία χρόνια εγκρίνονται νέες θέσεις ερευνητών και ερευνητριών σε ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά ινστιτούτα για να καλυφθούν τα κενά της δεκαετίας της κρίσης. Τα ερευνητικά ιδρύματα της Ε.Ε. και των ΗΠΑ δίνουν σε νεοπροσληφθέντες ερευνητές χρηματοδότηση εκκίνησης τουλάχιστον 500.000-1.000.000 ευρώ για να στήσουν την ομάδα και το ερευνητικό πρόγραμμα, ώστε στη συνέχεια να διεκδικήσουν με καλές προϋποθέσεις ανταγωνιστικές εθνικές και διεθνείς χρηματοδοτήσεις.
Στην Ελλάδα, η χρηματοδότηση εκκίνησης είναι συνήθως μηδενική και οι εθνικές χρηματοδοτήσεις δίνονται με το «σταγονόμετρο». Οι ετήσιες δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη (1,5%) όχι μόνο είναι 50% χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Eurostat 2024), αλλά σε αυτές περιλαμβάνεται κάθε είδους δαπάνη γνώσης, τεχνολογικής προόδου και καινοτομίας. Μικρό μόνο μερίδιο πηγαίνει στα ερευνητικά ιδρύματα και αυτό δαπανάται σχεδόν αποκλειστικά για μισθούς μονίμων ερευνητών και συντήρηση υποδομών. Ελάχιστα χρήματα μένουν στα ιδρύματα για υποστήριξη έρευνας. Επιπλέον, οι σπάνιες εθνικές χρηματοδοτήσεις έρευνας, ο περιορισμένος χρόνος για την υποβολή προτάσεων και οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση που συχνότατα επικρίνεται ως αναξιοκρατική, καθυστερούν την παραγωγικότητα. Κατά συνέπεια, οι αιτήσεις των Ελλήνων ερευνητών για μεγάλες χρηματοδοτήσεις της Ε.Ε. δεν είναι ανταγωνιστικές.
Το ΕΛΙΔΕΚ να μετεξελιχθεί σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα λειτουργεί υπό την εποπτεία της Βουλής, ενώ η διοίκηση και η χρηματοδότησή του θα ορίζονται ανά πενταετία με έγκριση αυξημένης πλειοψηφίας.
Η ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας είναι ζήτημα εθνικής σημασίας και απαιτεί συντονισμό πέρα από τις αρμοδιότητες ενός υπουργείου. Από τις προκηρύξεις μέχρι την αξιολόγηση και την επίβλεψη των προγραμμάτων χρειάζεται ενιαίος μηχανισμός και συντονισμός από μια εθνική αρχή που θα λειτουργεί σαν ένα «ΑΣΕΠ της έρευνας», θα έχει σταθερή χρηματοδότηση και θα είναι ανεπηρέαστη από καθυστερήσεις λόγω κυβερνητικών αλλαγών και ανασχηματισμών. Σε αυτό το πλαίσιο, 257 Ελληνες επιστήμονες πρότειναν πρόσφατα στον πρωθυπουργό και τον υπουργό Ανάπτυξης τη μετεξέλιξη του ΕΛΙΔΕΚ σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία θα λειτουργεί υπό την εποπτεία της Βουλής –όπως όλες οι ανεξάρτητες αρχές– αντί ενός υπουργείου. Η διοίκηση και η χρηματοδότησή του θα ορίζονται ανά πενταετία με έγκριση αυξημένης πλειοψηφίας, και θα λογοδοτεί στη Βουλή και στη Δικαιοσύνη, τονίζοντας την εθνική σημασία της έρευνας.
Είναι εθνική ευθύνη και απαιτεί διακομματική συναίνεση η απόφαση για το αν η οικονομία της χώρας θα εξακολουθήσει να είναι μεταπρατική χρησιμοποιώντας εισαγόμενη επιστημονική γνώση άλλων χωρών για ανάπτυξη εφαρμογών ή αν μέρος των πρόσφατων πλεονασμάτων της οικονομίας θα επενδυθεί στην επιστημονική έρευνα για να δημιουργήσει εξαγώγιμη καινοτομία. Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση, μία ενιαία, αξιοκρατική και με σταθερό προϋπολογισμό ανεξάρτητη αρχή θα βοηθήσει στον μακροχρόνιο συντονισμό και θα επιτρέψει στους ερευνητές να κάνουν ρεαλιστικό σχεδιασμό αντί να νιώθουν ότι η έρευνα είναι ένα «λεωφορείον ο πόθος» με άγνωστο προορισμό.
*Ο κ. Κωνσταντίνος Γ. Δροσάτος είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Σινσινάτι – ΗΠΑ, πρόεδρος του Ινστιτούτου ARISTEiA – ΗΠΑ, γενικός γραμματέας της ΑΜΚΕ Κόμβος: Δίκτυα του Παγκόσμιου Ελληνισμού – Ελλάδα.

