Μέσα στο νυχτερινό πούσι περπατούν άνθρωποι χωρίς να διακρίνεται το περίγραμμά τους. Αλλοι κανονίζουν παράνομες δοσοληψίες και άλλοι αναζητούν αμφιλεγόμενες γνωριμίες. Ολοι διαπράττουν εγκλήματα χωρίς τιμωρία. Οι εκπρόσωποι των θεσμών τρυπώνουν σε μισοφωτισμένα σπίτια προστατευμένα από περίτεχνες καγκελόπορτες. Κάθε κλέφτης είναι μοναδικός, αλλά μέσα στην καρδιά του κουβαλάει τον εχθρό του. Κυοφορεί ταυτόχρονα και όλα τα άλλα πρόσωπα, όλα εκείνα τα οποία πλευρίζει και λατρεύει ή καθυβρίζει και μακελεύει. Κανένας δεν είναι ένας. Ολοι είναι διπλοί. Ολοι είναι έγκυοι. Οι καβγάδες σκίζουν τον αέρα. Η οργή σκληραίνει τα βλέμματα. Πίσω από κλειστές πόρτες εναλλάσσονται οι ρόλοι και αλλάζουν τα χρώματα των συμπεριφορών. Το μέταλλο της εντιμότητας λιώνει από τη θερμοκρασία των πειρασμών. Ολοι είναι «κουβεντιασμένοι» από όλους. Το μίσος και ο κυνισμός ξεχειλίζουν μέσα από αστραφτερά δόντια που κροταλίζουν. Ο μηδενισμός ενώνει τους καταραμένους, αλλά κανένας δεν νιώθει μέλος μιας κοινότητας μηδενιστών. Οι κολασμένοι δεν αναγνωρίζουν την κόλαση ως κοινή πατρίδα. Ο καθένας βράζει μόνος του μέσα στο βρωμερό ζουμί του. Κανένας δεν είναι αυτάρκης. Αυτός είναι ο βαρύς καημός και το σαράκι. Η ζωή είναι ένα σκοτεινό στομάχι που δεν γεμίζει ποτέ. Κάθε πράξη είναι εκδήλωση μιας αθεράπευτης πείνας. Η υποταγή και η επιβολή είναι αυτοσκοπός, χωρίς έναν στόχο ή ένα ανώτερο ιδανικό. Δεν υπάρχει Θεός, ούτε πρόθεση να επινοηθεί.
Oλα αυτά ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας τον «Καβγατζή της Βρέστης», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε νέα μετάφραση από την καταξιωμένη μεταφράστρια Ρίτα Κολαΐτη. Οσοι έχουν δει την ομώνυμη ταινία του Φασμπίντερ δεν την ξεχνούν ποτέ. Διαβάζοντας το αριστούργημα του Ζαν Ζενέ θυμάται κανείς ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργεί ως μεταφορά για πραγματικότητες ανεξάρτητες από τις προθέσεις των δημιουργών. Ξαφνικά ο «Καβγατζής» του 1953 μοιάζει με πρόσφατη κολονοσκόπηση της δημόσιας ζωής. Οσα δεν μπορούν να ειπωθούν, ούτε καν να εννοηθούν, υπάρχουν όλα στον «Καβγατζή». Μέσα από τους φόβους, τους πόθους και την ερεβώδη μοναξιά του Καβγατζή, του αδελφού του, Ρομπέρ, της Μαντάμ Λιζιάν, πατρόνας του μπορντέλου Λα Φέρια, του πατρόνου Νόνο, του αστυνόμου Μαριό, του υποπλοιάρχου Σεμπλόν μπορεί κανείς να διακρίνει το περίγραμμα των κολασμένων που κυκλοφορούν μέσα στο πούσι της επικαιρότητας. Οχι μόνο τους «γαλλόφωνους» ιερείς που ευλογούν αδελφότητες εκβιαστών σε μεγάλα νησιά της Μεσογείου ή τους «φραπέδες» της εικονικής κτηνοτροφίας, αλλά και όλα όσα ορίζουν τα μυαλά και τα πάθη πολλών Καβγατζήδων που τις νύχτες, όταν πετάνε από πάνω τους τα άμφια της μέρας, εμφανίζουν ανεβασμένο πυρετό και τάσεις κανιβαλισμού.

