«Ο Στάλιν είναι ο δημιουργός της ιστορίας». Με αυτή τη φράση έκλεινε, στα τέλη του 1949, ο Νίκος Ζαχαριάδης μια ομιλία του για τα γενέθλια του ανθρώπου που ταυτίστηκε ιστορικά με την έννοια της προσωπολατρίας. Σήμερα, είναι εύκολο να νιώθουμε απόσταση από την αφοσίωση που αποπνέουν τέτοιες διαβεβαιώσεις. Ακόμα ευκολότερα λησμονούμε ότι στον 20ό αιώνα η λατρεία προς τον ηγέτη –το πρόσωπο που συμπυκνώνει τις επιθυμίες του έθνους, του λαού, της τάξης– υπήρξε όχι μόνο κύριο χαρακτηριστικό ανελεύθερων καθεστώτων, αλλά και υπαρκτή παράμετρος που διαπέρασε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά. Η αυταρχική μορφή τού κάθε είδους «πατερούλη» υποχώρησε μέσα από μια μακρά διαδικασία εκδημοκρατισμού – αυτή που μας κάνει να νιώθουμε ψυχική απώθηση στην ιδέα και μόνο του απόλυτου αρχηγού.
Στη διαδικασία αυτή, η Αριστερά κουβαλούσε πάντοτε ένα ιδιαίτερο βάρος: την ένταση ανάμεσα σε μια κοσμοαντίληψη όπου η εμπρόθετη δράση των πολλών είναι ο καθοριστικός παράγοντας της ιστορικής εξέλιξης, από τη μια, και στις περίτεχνες ασκήσεις διαλεκτικής που επιστρατεύτηκαν για να δικαιολογήσουν τη λατρεία τού ενός, από την άλλη. Η ένταση αυτή άφησε βαθύ αποτύπωμα στη φυσιογνωμία της Αριστεράς και αποκτά μια νέα διάσταση στο σύγχρονο περιβάλλον της γενικευμένης υποχώρησης των μαζικών πολιτικών κομμάτων.
Η αναζωογόνηση της Αριστεράς, όπου αυτή συμβαίνει, συνδέεται με την ορμητική εμφάνιση προσώπων που μοιάζουν να έρχονται από το πουθενά: ο Τζέρεμι Κόρμπιν κατέπληξε πριν από χρόνια το Εργατικό Κόμμα και σήμερα είναι επικεφαλής ενός νέου κόμματος –Your Party– που ταράζει τα νερά του βρετανικού πολιτικού συστήματος· ο Ζοράν Μαμντάνι ξεκίνησε με μηδέν πιθανότητες να είναι ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος στη Νέα Υόρκη πριν υπερκεράσει με άνεση τον παραδοσιακό μηχανισμό του· η Χάιντι Ράιτσινεκ οδήγησε το Die Linke στη Γερμανία στο 10%, ενώ όλα τα προγνωστικά το ήθελαν εκτός Βουλής.
Κάθε περίπτωση, βέβαια, έχει τη δική της ιδιαιτερότητα. Υπάρχει όμως ένα νήμα που τις συνδέει. Η επιτυχία τους συνδέεται με κοινωνικές διεργασίες που δεν ανιχνεύονται εύκολα στα ραντάρ της παραδοσιακής πολιτικής ανάλυσης. Και το αποτέλεσμα είναι η κινητοποίηση γύρω από αυτά τα πρόσωπα πρωτίστως εκείνων που μέχρι χθες απείχαν από την πολιτική και φυσικά την όποια μορφή κομματικής στράτευσης. Το πρόσωπο λοιπόν εδώ γίνεται συνώνυμο του «κινήματος».
Το παράδειγμα του Μπέρνι Σάντερς είναι ίσως το πλέον χαρακτηριστικό. Είναι ο ορισμός τού «μη χαρισματικού»: ένας ηλικιωμένος πολιτικός που για δεκαετίες εξέφραζε μια μοναχική –συχνά στα όρια του ιδιόρρυθμου– φωνή μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα. Και πιθανότατα θα είχε παραμείνει στο περιθώριο αν η οικονομική κρίση του 2008 δεν είχε πυροδοτήσει μια βαθιά κοινωνική πόλωση, η οποία εκδηλώθηκε με την εμφάνιση δύο ανταγωνιστικών κινημάτων: του Tea Party και του Occupy Wall Street, που προοπτικά επέβαλαν την ατζέντα τους στην αμερικανική πολιτική ζωή. Ο Σάντερς έγινε ο εκφραστής του συνθήματος «είμαστε το 99%» (απέναντι στο 1% του υπέρμετρου πλούτου). Και εδώ είναι το «κάτι» που τον κάνει ξεχωριστό: δεν εμφανίζεται στο βήμα προσπαθώντας να πείσει ότι ο ίδιος ως πρόσωπο είναι η απάντηση στις ανάγκες αυτών που θέλει να εκπροσωπεί, αλλά ότι αφιερώνεται στο να γίνουν οι ανάγκες τους εφαρμοσμένη πολιτική.
Στη χώρα μας, οι Σάντερς σπανίζουν. Η κρίση της Αριστεράς, σε μεγάλο βαθμό, σχετίζεται με τη λογική ότι η χαρισματική προσωπικότητα είναι, από μόνη της, το μήνυμα. Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πλέον προφανής, με αποκορύφωμα την ανάδειξη του Στέφανου Κασσελάκη στην αρχηγία του. Αυτό που τον κατέστησε κυρίαρχο ήταν η αντίληψη της ηγετικής μορφής που μπορούσε να κάνει τα πάντα. Θυμίζω τη φράση-κλειδί: «Εγώ μπορώ να νικήσω τον Μητσοτάκη». Το πρώτο αυτό πρόσωπο έμοιαζε να εκπληρώνει το φαντασιακό του ισχυρού άνδρα που αδιαφορεί για το περιεχόμενο της πολιτικής, αντιμετωπίζει το πολιτικό κόμμα ως απομεινάρι του παρελθόντος και δεν ανέχεται την έκφραση της διαφωνίας προς το πρόσωπό του.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ορθόδοξος μαρξιστής τύπου Πλεχάνοφ –που το 1895 έγραψε ένα χρήσιμο έργο για τον ρόλο της προσωπικότητας στην Ιστορία– για να διακρίνει το πρόβλημα. Η πολιτική παραμένει πρωτίστως υπόθεση περιεχομένου και κοινωνικών αναφορών. Και αυτό είναι που λείπει από τη σημερινή συζήτηση για το μέλλον της Αριστεράς. Σε αυτή κυριαρχεί το «ποιος;» – με τελευταίο επεισόδιο τα σενάρια γύρω από το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Ολα αυτά παραπέμπουν στη λογική μιας «μαγικής λύσης». Το υπαρκτό πολιτικό κενό όμως απαιτεί κάτι ριζικά διαφορετικό: μια διακριτή πολιτική μέσα στον καταιγισμό της γενικότητας που μας κατακλύζει, που θα έχει αιχμές, κοινωνικές εκπροσωπήσεις και συνομιλία με τις ανάγκες εκείνων που δεν βλέπουν τον εαυτό τους στο βαλτωμένο πολιτικό παιχνίδι. Οταν η πολιτική περιορίζεται να είναι μια υπόθεση checkboxes –μια λίστα από υπαγορευμένα «πρέπει»–, η φωνή ακόμα και του πιο χαρισματικού ακούγεται σαν μουσική του ασανσέρ: μπορεί να είναι ευχάριστη, αλλά στην πραγματικότητα δεν την προσέχει κανείς.
*Ο κ. Κωστής Καρπόζηλος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

